Ancient Greek-English Dictionary Language

διασφάλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διασφάλλω διασφαλῶ

Structure: δια (Prefix) + σφάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to overturn utterly, to be disappointed of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασφάλλω διασφάλλεις διασφάλλει
Dual διασφάλλετον διασφάλλετον
Plural διασφάλλομεν διασφάλλετε διασφάλλουσιν*
SubjunctiveSingular διασφάλλω διασφάλλῃς διασφάλλῃ
Dual διασφάλλητον διασφάλλητον
Plural διασφάλλωμεν διασφάλλητε διασφάλλωσιν*
OptativeSingular διασφάλλοιμι διασφάλλοις διασφάλλοι
Dual διασφάλλοιτον διασφαλλοίτην
Plural διασφάλλοιμεν διασφάλλοιτε διασφάλλοιεν
ImperativeSingular διασφάλλε διασφαλλέτω
Dual διασφάλλετον διασφαλλέτων
Plural διασφάλλετε διασφαλλόντων, διασφαλλέτωσαν
Infinitive διασφάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διασφαλλων διασφαλλοντος διασφαλλουσα διασφαλλουσης διασφαλλον διασφαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασφάλλομαι διασφάλλει, διασφάλλῃ διασφάλλεται
Dual διασφάλλεσθον διασφάλλεσθον
Plural διασφαλλόμεθα διασφάλλεσθε διασφάλλονται
SubjunctiveSingular διασφάλλωμαι διασφάλλῃ διασφάλληται
Dual διασφάλλησθον διασφάλλησθον
Plural διασφαλλώμεθα διασφάλλησθε διασφάλλωνται
OptativeSingular διασφαλλοίμην διασφάλλοιο διασφάλλοιτο
Dual διασφάλλοισθον διασφαλλοίσθην
Plural διασφαλλοίμεθα διασφάλλοισθε διασφάλλοιντο
ImperativeSingular διασφάλλου διασφαλλέσθω
Dual διασφάλλεσθον διασφαλλέσθων
Plural διασφάλλεσθε διασφαλλέσθων, διασφαλλέσθωσαν
Infinitive διασφάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διασφαλλομενος διασφαλλομενου διασφαλλομενη διασφαλλομενης διασφαλλομενον διασφαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασφαλῶ διασφαλεῖς διασφαλεῖ
Dual διασφαλεῖτον διασφαλεῖτον
Plural διασφαλοῦμεν διασφαλεῖτε διασφαλοῦσιν*
OptativeSingular διασφαλοῖμι διασφαλοῖς διασφαλοῖ
Dual διασφαλοῖτον διασφαλοίτην
Plural διασφαλοῖμεν διασφαλοῖτε διασφαλοῖεν
Infinitive διασφαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
διασφαλων διασφαλουντος διασφαλουσα διασφαλουσης διασφαλουν διασφαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασφαλοῦμαι διασφαλεῖ, διασφαλῇ διασφαλεῖται
Dual διασφαλεῖσθον διασφαλεῖσθον
Plural διασφαλούμεθα διασφαλεῖσθε διασφαλοῦνται
OptativeSingular διασφαλοίμην διασφαλοῖο διασφαλοῖτο
Dual διασφαλοῖσθον διασφαλοίσθην
Plural διασφαλοίμεθα διασφαλοῖσθε διασφαλοῖντο
Infinitive διασφαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διασφαλουμενος διασφαλουμενου διασφαλουμενη διασφαλουμενης διασφαλουμενον διασφαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔν τε γὰρ τοῖσ ἄλλοισ οἷσ ἔπραττον διεσφάλλοντο, καὶ τειχίσαντεσ ἐν τῇ χώρᾳ Λειψύδριον τὸ ὑπὲρ Πάρνηθοσ, εἰσ ὃ συνεξῆλθόν τινεσ τῶν ἐκ τοῦ ἄστεωσ, ἐξεπολιορκήθησαν ὑπὸ τῶν τυράννων, ὅθεν ὕστερον μετὰ ταύτην τὴν συμφορὰν ᾖδον ἐν τοῖσ σκολιοῖσ αἰεί· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 19 3:2)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION