Ancient Greek-English Dictionary Language

διαριθμέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαριθμέω διαριθμήσω

Structure: δι (Prefix) + ἀριθμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to reckon up one by one, enumerate
  2. to draw distinctions, distinguish, to be distinguished

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαριθμῶ διαριθμεῖς διαριθμεῖ
Dual διαριθμεῖτον διαριθμεῖτον
Plural διαριθμοῦμεν διαριθμεῖτε διαριθμοῦσιν*
SubjunctiveSingular διαριθμῶ διαριθμῇς διαριθμῇ
Dual διαριθμῆτον διαριθμῆτον
Plural διαριθμῶμεν διαριθμῆτε διαριθμῶσιν*
OptativeSingular διαριθμοῖμι διαριθμοῖς διαριθμοῖ
Dual διαριθμοῖτον διαριθμοίτην
Plural διαριθμοῖμεν διαριθμοῖτε διαριθμοῖεν
ImperativeSingular διαρίθμει διαριθμείτω
Dual διαριθμεῖτον διαριθμείτων
Plural διαριθμεῖτε διαριθμούντων, διαριθμείτωσαν
Infinitive διαριθμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαριθμων διαριθμουντος διαριθμουσα διαριθμουσης διαριθμουν διαριθμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαριθμοῦμαι διαριθμεῖ, διαριθμῇ διαριθμεῖται
Dual διαριθμεῖσθον διαριθμεῖσθον
Plural διαριθμούμεθα διαριθμεῖσθε διαριθμοῦνται
SubjunctiveSingular διαριθμῶμαι διαριθμῇ διαριθμῆται
Dual διαριθμῆσθον διαριθμῆσθον
Plural διαριθμώμεθα διαριθμῆσθε διαριθμῶνται
OptativeSingular διαριθμοίμην διαριθμοῖο διαριθμοῖτο
Dual διαριθμοῖσθον διαριθμοίσθην
Plural διαριθμοίμεθα διαριθμοῖσθε διαριθμοῖντο
ImperativeSingular διαριθμοῦ διαριθμείσθω
Dual διαριθμεῖσθον διαριθμείσθων
Plural διαριθμεῖσθε διαριθμείσθων, διαριθμείσθωσαν
Infinitive διαριθμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαριθμουμενος διαριθμουμενου διαριθμουμενη διαριθμουμενης διαριθμουμενον διαριθμουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαριθμήσω διαριθμήσεις διαριθμήσει
Dual διαριθμήσετον διαριθμήσετον
Plural διαριθμήσομεν διαριθμήσετε διαριθμήσουσιν*
OptativeSingular διαριθμήσοιμι διαριθμήσοις διαριθμήσοι
Dual διαριθμήσοιτον διαριθμησοίτην
Plural διαριθμήσοιμεν διαριθμήσοιτε διαριθμήσοιεν
Infinitive διαριθμήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαριθμησων διαριθμησοντος διαριθμησουσα διαριθμησουσης διαριθμησον διαριθμησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαριθμήσομαι διαριθμήσει, διαριθμήσῃ διαριθμήσεται
Dual διαριθμήσεσθον διαριθμήσεσθον
Plural διαριθμησόμεθα διαριθμήσεσθε διαριθμήσονται
OptativeSingular διαριθμησοίμην διαριθμήσοιο διαριθμήσοιτο
Dual διαριθμήσοισθον διαριθμησοίσθην
Plural διαριθμησοίμεθα διαριθμήσοισθε διαριθμήσοιντο
Infinitive διαριθμήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαριθμησομενος διαριθμησομενου διαριθμησομενη διαριθμησομενης διαριθμησομενον διαριθμησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to reckon up one by one

  2. to draw distinctions

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION