Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμοιράω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαμοιράω διαμοιρήσω

Structure: δια (Prefix) + μοιρά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to divide, rend asunder
  2. to portion out, distribute

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμοίρω διαμοίρᾳς διαμοίρᾳ
Dual διαμοίρᾱτον διαμοίρᾱτον
Plural διαμοίρωμεν διαμοίρᾱτε διαμοίρωσιν*
SubjunctiveSingular διαμοίρω διαμοίρῃς διαμοίρῃ
Dual διαμοίρητον διαμοίρητον
Plural διαμοίρωμεν διαμοίρητε διαμοίρωσιν*
OptativeSingular διαμοίρῳμι διαμοίρῳς διαμοίρῳ
Dual διαμοίρῳτον διαμοιρῷτην
Plural διαμοίρῳμεν διαμοίρῳτε διαμοίρῳεν
ImperativeSingular διαμοῖρᾱ διαμοιρᾶτω
Dual διαμοίρᾱτον διαμοιρᾶτων
Plural διαμοίρᾱτε διαμοιρῶντων, διαμοιρᾶτωσαν
Infinitive διαμοίρᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμοιρων διαμοιρωντος διαμοιρωσα διαμοιρωσης διαμοιρων διαμοιρωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμοίρωμαι διαμοίρᾳ διαμοίρᾱται
Dual διαμοίρᾱσθον διαμοίρᾱσθον
Plural διαμοιρῶμεθα διαμοίρᾱσθε διαμοίρωνται
SubjunctiveSingular διαμοίρωμαι διαμοίρῃ διαμοίρηται
Dual διαμοίρησθον διαμοίρησθον
Plural διαμοιρώμεθα διαμοίρησθε διαμοίρωνται
OptativeSingular διαμοιρῷμην διαμοίρῳο διαμοίρῳτο
Dual διαμοίρῳσθον διαμοιρῷσθην
Plural διαμοιρῷμεθα διαμοίρῳσθε διαμοίρῳντο
ImperativeSingular διαμοίρω διαμοιρᾶσθω
Dual διαμοίρᾱσθον διαμοιρᾶσθων
Plural διαμοίρᾱσθε διαμοιρᾶσθων, διαμοιρᾶσθωσαν
Infinitive διαμοίρᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμοιρωμενος διαμοιρωμενου διαμοιρωμενη διαμοιρωμενης διαμοιρωμενον διαμοιρωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμοιρήσω διαμοιρήσεις διαμοιρήσει
Dual διαμοιρήσετον διαμοιρήσετον
Plural διαμοιρήσομεν διαμοιρήσετε διαμοιρήσουσιν*
OptativeSingular διαμοιρήσοιμι διαμοιρήσοις διαμοιρήσοι
Dual διαμοιρήσοιτον διαμοιρησοίτην
Plural διαμοιρήσοιμεν διαμοιρήσοιτε διαμοιρήσοιεν
Infinitive διαμοιρήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμοιρησων διαμοιρησοντος διαμοιρησουσα διαμοιρησουσης διαμοιρησον διαμοιρησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμοιρήσομαι διαμοιρήσει, διαμοιρήσῃ διαμοιρήσεται
Dual διαμοιρήσεσθον διαμοιρήσεσθον
Plural διαμοιρησόμεθα διαμοιρήσεσθε διαμοιρήσονται
OptativeSingular διαμοιρησοίμην διαμοιρήσοιο διαμοιρήσοιτο
Dual διαμοιρήσοισθον διαμοιρησοίσθην
Plural διαμοιρησοίμεθα διαμοιρήσοισθε διαμοιρήσοιντο
Infinitive διαμοιρήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμοιρησομενος διαμοιρησομενου διαμοιρησομενη διαμοιρησομενης διαμοιρησομενον διαμοιρησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to divide

  2. to portion out

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION