고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: διαμετρητός διαμετρητή διαμετρητόν
Structure: διαμετρητ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | διαμετρητός | διαμετρητή | διαμετρητόν |
Genitive | διαμετρητοῦ | διαμετρητῆς | διαμετρητοῦ | |
Dative | διαμετρητῷ | διαμετρητῇ | διαμετρητῷ | |
Accusative | διαμετρητόν | διαμετρητήν | διαμετρητόν | |
Vocative | διαμετρητέ | διαμετρητή | διαμετρητόν | |
Dual | N/A/V | διαμετρητώ | διαμετρητᾱ́ | διαμετρητώ |
G/D | διαμετρητοῖν | διαμετρηταῖν | διαμετρητοῖν | |
Plural | Nominative | διαμετρητοί | διαμετρηταί | διαμετρητά |
Genitive | διαμετρητῶν | διαμετρητῶν | διαμετρητῶν | |
Dative | διαμετρητοῖς | διαμετρηταῖς | διαμετρητοῖς | |
Accusative | διαμετρητούς | διαμετρητᾱ́ς | διαμετρητά | |
Vocative | διαμετρητοί | διαμετρηταί | διαμετρητά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | διαμετρητός διαμετρητοῦ | διαμετρητότερος διαμετρητοτεροῦ | διαμετρητότατος διαμετρητοτατοῦ |
Adverb | διαμετρητώς | διαμετρητότερον | διαμετρητότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기