Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμελαίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαμελαίνω διαμελανω

Structure: δια (Prefix) + μελαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make quite black

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμελαίνω διαμελαίνεις διαμελαίνει
Dual διαμελαίνετον διαμελαίνετον
Plural διαμελαίνομεν διαμελαίνετε διαμελαίνουσιν*
SubjunctiveSingular διαμελαίνω διαμελαίνῃς διαμελαίνῃ
Dual διαμελαίνητον διαμελαίνητον
Plural διαμελαίνωμεν διαμελαίνητε διαμελαίνωσιν*
OptativeSingular διαμελαίνοιμι διαμελαίνοις διαμελαίνοι
Dual διαμελαίνοιτον διαμελαινοίτην
Plural διαμελαίνοιμεν διαμελαίνοιτε διαμελαίνοιεν
ImperativeSingular διαμέλαινε διαμελαινέτω
Dual διαμελαίνετον διαμελαινέτων
Plural διαμελαίνετε διαμελαινόντων, διαμελαινέτωσαν
Infinitive διαμελαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμελαινων διαμελαινοντος διαμελαινουσα διαμελαινουσης διαμελαινον διαμελαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμελαίνομαι διαμελαίνει, διαμελαίνῃ διαμελαίνεται
Dual διαμελαίνεσθον διαμελαίνεσθον
Plural διαμελαινόμεθα διαμελαίνεσθε διαμελαίνονται
SubjunctiveSingular διαμελαίνωμαι διαμελαίνῃ διαμελαίνηται
Dual διαμελαίνησθον διαμελαίνησθον
Plural διαμελαινώμεθα διαμελαίνησθε διαμελαίνωνται
OptativeSingular διαμελαινοίμην διαμελαίνοιο διαμελαίνοιτο
Dual διαμελαίνοισθον διαμελαινοίσθην
Plural διαμελαινοίμεθα διαμελαίνοισθε διαμελαίνοιντο
ImperativeSingular διαμελαίνου διαμελαινέσθω
Dual διαμελαίνεσθον διαμελαινέσθων
Plural διαμελαίνεσθε διαμελαινέσθων, διαμελαινέσθωσαν
Infinitive διαμελαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμελαινομενος διαμελαινομενου διαμελαινομενη διαμελαινομενης διαμελαινομενον διαμελαινομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμελάνω διαμελάνεις διαμελάνει
Dual διαμελάνετον διαμελάνετον
Plural διαμελάνομεν διαμελάνετε διαμελάνουσιν*
OptativeSingular διαμελάνοιμι διαμελάνοις διαμελάνοι
Dual διαμελάνοιτον διαμελανοίτην
Plural διαμελάνοιμεν διαμελάνοιτε διαμελάνοιεν
Infinitive διαμελάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμελανων διαμελανοντος διαμελανουσα διαμελανουσης διαμελανον διαμελανοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμελάνομαι διαμελάνει, διαμελάνῃ διαμελάνεται
Dual διαμελάνεσθον διαμελάνεσθον
Plural διαμελανόμεθα διαμελάνεσθε διαμελάνονται
OptativeSingular διαμελανοίμην διαμελάνοιο διαμελάνοιτο
Dual διαμελάνοισθον διαμελανοίσθην
Plural διαμελανοίμεθα διαμελάνοισθε διαμελάνοιντο
Infinitive διαμελάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμελανομενος διαμελανομενου διαμελανομενη διαμελανομενης διαμελανομενον διαμελανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make quite black

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION