Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλυτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαλυτός διαλυτόν

Structure: διαλυτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from dialu/w

Sense

  1. relaxed

Examples

  • ἀμέτρωσ καὶ λειβόμενον, εἶτα πάλιν ἐξ ἀφροδισίων καὶ οἴνου διάλυτον καὶ μαλακὸν εἰσ ἀγορὰν ἢ αὐλὴν ἤ τινα πραγματείαν διαπύρου καὶ συντόνου δεομένην σπουδῆσ ἐλαυνόμενον. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 25 2:1)
  • εἶτα, φήσαι τισ ἄν, ὦ ἄνθρωπε, τί παθὼν ἐπελάθου τῶν λόγων τούτων, ὥστε τὸν κόσμον, εἰ μὴ τὴν μέσην χώραν ἐκ τύχησ κατειλήφει, διαλυτὸν καὶ φθαρτὸν ἀποφαίνειν; (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 44 12:1)

Synonyms

  1. relaxed

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION