Ancient Greek-English Dictionary Language

διαγανακτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαγανακτέω διαγανακτήσω

Structure: δι (Prefix) + ἀγανακτέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be full of indignation

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγανάκτω διαγανάκτεις διαγανάκτει
Dual διαγανάκτειτον διαγανάκτειτον
Plural διαγανάκτουμεν διαγανάκτειτε διαγανάκτουσιν*
SubjunctiveSingular διαγανάκτω διαγανάκτῃς διαγανάκτῃ
Dual διαγανάκτητον διαγανάκτητον
Plural διαγανάκτωμεν διαγανάκτητε διαγανάκτωσιν*
OptativeSingular διαγανάκτοιμι διαγανάκτοις διαγανάκτοι
Dual διαγανάκτοιτον διαγανακτοίτην
Plural διαγανάκτοιμεν διαγανάκτοιτε διαγανάκτοιεν
ImperativeSingular διαγανᾶκτει διαγανακτεῖτω
Dual διαγανάκτειτον διαγανακτεῖτων
Plural διαγανάκτειτε διαγανακτοῦντων, διαγανακτεῖτωσαν
Infinitive διαγανάκτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγανακτων διαγανακτουντος διαγανακτουσα διαγανακτουσης διαγανακτουν διαγανακτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγανάκτουμαι διαγανάκτει, διαγανάκτῃ διαγανάκτειται
Dual διαγανάκτεισθον διαγανάκτεισθον
Plural διαγανακτοῦμεθα διαγανάκτεισθε διαγανάκτουνται
SubjunctiveSingular διαγανάκτωμαι διαγανάκτῃ διαγανάκτηται
Dual διαγανάκτησθον διαγανάκτησθον
Plural διαγανακτώμεθα διαγανάκτησθε διαγανάκτωνται
OptativeSingular διαγανακτοίμην διαγανάκτοιο διαγανάκτοιτο
Dual διαγανάκτοισθον διαγανακτοίσθην
Plural διαγανακτοίμεθα διαγανάκτοισθε διαγανάκτοιντο
ImperativeSingular διαγανάκτου διαγανακτεῖσθω
Dual διαγανάκτεισθον διαγανακτεῖσθων
Plural διαγανάκτεισθε διαγανακτεῖσθων, διαγανακτεῖσθωσαν
Infinitive διαγανάκτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγανακτουμενος διαγανακτουμενου διαγανακτουμενη διαγανακτουμενης διαγανακτουμενον διαγανακτουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγανακτήσω διαγανακτήσεις διαγανακτήσει
Dual διαγανακτήσετον διαγανακτήσετον
Plural διαγανακτήσομεν διαγανακτήσετε διαγανακτήσουσιν*
OptativeSingular διαγανακτήσοιμι διαγανακτήσοις διαγανακτήσοι
Dual διαγανακτήσοιτον διαγανακτησοίτην
Plural διαγανακτήσοιμεν διαγανακτήσοιτε διαγανακτήσοιεν
Infinitive διαγανακτήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγανακτησων διαγανακτησοντος διαγανακτησουσα διαγανακτησουσης διαγανακτησον διαγανακτησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαγανακτήσομαι διαγανακτήσει, διαγανακτήσῃ διαγανακτήσεται
Dual διαγανακτήσεσθον διαγανακτήσεσθον
Plural διαγανακτησόμεθα διαγανακτήσεσθε διαγανακτήσονται
OptativeSingular διαγανακτησοίμην διαγανακτήσοιο διαγανακτήσοιτο
Dual διαγανακτήσοισθον διαγανακτησοίσθην
Plural διαγανακτησοίμεθα διαγανακτήσοισθε διαγανακτήσοιντο
Infinitive διαγανακτήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγανακτησομενος διαγανακτησομενου διαγανακτησομενη διαγανακτησομενης διαγανακτησομενον διαγανακτησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be full of indignation

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION