Ancient Greek-English Dictionary Language

διαείδω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαείδω διαείσομαι

Structure: δι (Prefix) + ἀείδ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: i. e. diavei/dw

Sense

  1. to discern, distinguish, will discern, test, to be discerned

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαείδω διαείδεις διαείδει
Dual διαείδετον διαείδετον
Plural διαείδομεν διαείδετε διαείδουσιν*
SubjunctiveSingular διαείδω διαείδῃς διαείδῃ
Dual διαείδητον διαείδητον
Plural διαείδωμεν διαείδητε διαείδωσιν*
OptativeSingular διαείδοιμι διαείδοις διαείδοι
Dual διαείδοιτον διαειδοίτην
Plural διαείδοιμεν διαείδοιτε διαείδοιεν
ImperativeSingular διάειδε διαειδέτω
Dual διαείδετον διαειδέτων
Plural διαείδετε διαειδόντων, διαειδέτωσαν
Infinitive διαείδειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαειδων διαειδοντος διαειδουσα διαειδουσης διαειδον διαειδοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαείδομαι διαείδει, διαείδῃ διαείδεται
Dual διαείδεσθον διαείδεσθον
Plural διαειδόμεθα διαείδεσθε διαείδονται
SubjunctiveSingular διαείδωμαι διαείδῃ διαείδηται
Dual διαείδησθον διαείδησθον
Plural διαειδώμεθα διαείδησθε διαείδωνται
OptativeSingular διαειδοίμην διαείδοιο διαείδοιτο
Dual διαείδοισθον διαειδοίσθην
Plural διαειδοίμεθα διαείδοισθε διαείδοιντο
ImperativeSingular διαείδου διαειδέσθω
Dual διαείδεσθον διαειδέσθων
Plural διαείδεσθε διαειδέσθων, διαειδέσθωσαν
Infinitive διαείδεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαειδομενος διαειδομενου διαειδομενη διαειδομενης διαειδομενον διαειδομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to discern

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION