헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαδοκιμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαδοκιμάζω διαδοκιμάσω

형태분석: δια (접두사) + δοκιμάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to test closely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδοκιμάζω

διαδοκιμάζεις

διαδοκιμάζει

쌍수 διαδοκιμάζετον

διαδοκιμάζετον

복수 διαδοκιμάζομεν

διαδοκιμάζετε

διαδοκιμάζουσιν*

접속법단수 διαδοκιμάζω

διαδοκιμάζῃς

διαδοκιμάζῃ

쌍수 διαδοκιμάζητον

διαδοκιμάζητον

복수 διαδοκιμάζωμεν

διαδοκιμάζητε

διαδοκιμάζωσιν*

기원법단수 διαδοκιμάζοιμι

διαδοκιμάζοις

διαδοκιμάζοι

쌍수 διαδοκιμάζοιτον

διαδοκιμαζοίτην

복수 διαδοκιμάζοιμεν

διαδοκιμάζοιτε

διαδοκιμάζοιεν

명령법단수 διαδοκίμαζε

διαδοκιμαζέτω

쌍수 διαδοκιμάζετον

διαδοκιμαζέτων

복수 διαδοκιμάζετε

διαδοκιμαζόντων, διαδοκιμαζέτωσαν

부정사 διαδοκιμάζειν

분사 남성여성중성
διαδοκιμαζων

διαδοκιμαζοντος

διαδοκιμαζουσα

διαδοκιμαζουσης

διαδοκιμαζον

διαδοκιμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδοκιμάζομαι

διαδοκιμάζει, διαδοκιμάζῃ

διαδοκιμάζεται

쌍수 διαδοκιμάζεσθον

διαδοκιμάζεσθον

복수 διαδοκιμαζόμεθα

διαδοκιμάζεσθε

διαδοκιμάζονται

접속법단수 διαδοκιμάζωμαι

διαδοκιμάζῃ

διαδοκιμάζηται

쌍수 διαδοκιμάζησθον

διαδοκιμάζησθον

복수 διαδοκιμαζώμεθα

διαδοκιμάζησθε

διαδοκιμάζωνται

기원법단수 διαδοκιμαζοίμην

διαδοκιμάζοιο

διαδοκιμάζοιτο

쌍수 διαδοκιμάζοισθον

διαδοκιμαζοίσθην

복수 διαδοκιμαζοίμεθα

διαδοκιμάζοισθε

διαδοκιμάζοιντο

명령법단수 διαδοκιμάζου

διαδοκιμαζέσθω

쌍수 διαδοκιμάζεσθον

διαδοκιμαζέσθων

복수 διαδοκιμάζεσθε

διαδοκιμαζέσθων, διαδοκιμαζέσθωσαν

부정사 διαδοκιμάζεσθαι

분사 남성여성중성
διαδοκιμαζομενος

διαδοκιμαζομενου

διαδοκιμαζομενη

διαδοκιμαζομενης

διαδοκιμαζομενον

διαδοκιμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδοκιμάσω

διαδοκιμάσεις

διαδοκιμάσει

쌍수 διαδοκιμάσετον

διαδοκιμάσετον

복수 διαδοκιμάσομεν

διαδοκιμάσετε

διαδοκιμάσουσιν*

기원법단수 διαδοκιμάσοιμι

διαδοκιμάσοις

διαδοκιμάσοι

쌍수 διαδοκιμάσοιτον

διαδοκιμασοίτην

복수 διαδοκιμάσοιμεν

διαδοκιμάσοιτε

διαδοκιμάσοιεν

부정사 διαδοκιμάσειν

분사 남성여성중성
διαδοκιμασων

διαδοκιμασοντος

διαδοκιμασουσα

διαδοκιμασουσης

διαδοκιμασον

διαδοκιμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδοκιμάσομαι

διαδοκιμάσει, διαδοκιμάσῃ

διαδοκιμάσεται

쌍수 διαδοκιμάσεσθον

διαδοκιμάσεσθον

복수 διαδοκιμασόμεθα

διαδοκιμάσεσθε

διαδοκιμάσονται

기원법단수 διαδοκιμασοίμην

διαδοκιμάσοιο

διαδοκιμάσοιτο

쌍수 διαδοκιμάσοισθον

διαδοκιμασοίσθην

복수 διαδοκιμασοίμεθα

διαδοκιμάσοισθε

διαδοκιμάσοιντο

부정사 διαδοκιμάσεσθαι

분사 남성여성중성
διαδοκιμασομενος

διαδοκιμασομενου

διαδοκιμασομενη

διαδοκιμασομενης

διαδοκιμασομενον

διαδοκιμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to test closely

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION