Ancient Greek-English Dictionary Language

δημηγορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δημηγορέω

Structure: δημηγορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: dhmhgo/ros

Sense

  1. to speak in the assembly, public speeches
  2. to make popular speeches, to speak rhetorically, use clap-trap

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημηγόρω δημηγόρεις δημηγόρει
Dual δημηγόρειτον δημηγόρειτον
Plural δημηγόρουμεν δημηγόρειτε δημηγόρουσιν*
SubjunctiveSingular δημηγόρω δημηγόρῃς δημηγόρῃ
Dual δημηγόρητον δημηγόρητον
Plural δημηγόρωμεν δημηγόρητε δημηγόρωσιν*
OptativeSingular δημηγόροιμι δημηγόροις δημηγόροι
Dual δημηγόροιτον δημηγοροίτην
Plural δημηγόροιμεν δημηγόροιτε δημηγόροιεν
ImperativeSingular δημηγο͂ρει δημηγορεῖτω
Dual δημηγόρειτον δημηγορεῖτων
Plural δημηγόρειτε δημηγοροῦντων, δημηγορεῖτωσαν
Infinitive δημηγόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δημηγορων δημηγορουντος δημηγορουσα δημηγορουσης δημηγορουν δημηγορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δημηγόρουμαι δημηγόρει, δημηγόρῃ δημηγόρειται
Dual δημηγόρεισθον δημηγόρεισθον
Plural δημηγοροῦμεθα δημηγόρεισθε δημηγόρουνται
SubjunctiveSingular δημηγόρωμαι δημηγόρῃ δημηγόρηται
Dual δημηγόρησθον δημηγόρησθον
Plural δημηγορώμεθα δημηγόρησθε δημηγόρωνται
OptativeSingular δημηγοροίμην δημηγόροιο δημηγόροιτο
Dual δημηγόροισθον δημηγοροίσθην
Plural δημηγοροίμεθα δημηγόροισθε δημηγόροιντο
ImperativeSingular δημηγόρου δημηγορεῖσθω
Dual δημηγόρεισθον δημηγορεῖσθων
Plural δημηγόρεισθε δημηγορεῖσθων, δημηγορεῖσθωσαν
Infinitive δημηγόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δημηγορουμενος δημηγορουμενου δημηγορουμενη δημηγορουμενης δημηγορουμενον δημηγορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ νῦν ταῦτα δημηγορεῖσ ταὐτὸν παθόντοσ Πώλου πάθοσ ὅπερ Γοργίου κατηγόρει πρὸσ σὲ παθεῖν. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 215:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION