Ancient Greek-English Dictionary Language

δηλοποιέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δηλοποιέω

Structure: δηλοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make clear

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δηλοποίω δηλοποίεις δηλοποίει
Dual δηλοποίειτον δηλοποίειτον
Plural δηλοποίουμεν δηλοποίειτε δηλοποίουσιν*
SubjunctiveSingular δηλοποίω δηλοποίῃς δηλοποίῃ
Dual δηλοποίητον δηλοποίητον
Plural δηλοποίωμεν δηλοποίητε δηλοποίωσιν*
OptativeSingular δηλοποίοιμι δηλοποίοις δηλοποίοι
Dual δηλοποίοιτον δηλοποιοίτην
Plural δηλοποίοιμεν δηλοποίοιτε δηλοποίοιεν
ImperativeSingular δηλοποῖει δηλοποιεῖτω
Dual δηλοποίειτον δηλοποιεῖτων
Plural δηλοποίειτε δηλοποιοῦντων, δηλοποιεῖτωσαν
Infinitive δηλοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δηλοποιων δηλοποιουντος δηλοποιουσα δηλοποιουσης δηλοποιουν δηλοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δηλοποίουμαι δηλοποίει, δηλοποίῃ δηλοποίειται
Dual δηλοποίεισθον δηλοποίεισθον
Plural δηλοποιοῦμεθα δηλοποίεισθε δηλοποίουνται
SubjunctiveSingular δηλοποίωμαι δηλοποίῃ δηλοποίηται
Dual δηλοποίησθον δηλοποίησθον
Plural δηλοποιώμεθα δηλοποίησθε δηλοποίωνται
OptativeSingular δηλοποιοίμην δηλοποίοιο δηλοποίοιτο
Dual δηλοποίοισθον δηλοποιοίσθην
Plural δηλοποιοίμεθα δηλοποίοισθε δηλοποίοιντο
ImperativeSingular δηλοποίου δηλοποιεῖσθω
Dual δηλοποίεισθον δηλοποιεῖσθων
Plural δηλοποίεισθε δηλοποιεῖσθων, δηλοποιεῖσθωσαν
Infinitive δηλοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δηλοποιουμενος δηλοποιουμενου δηλοποιουμενη δηλοποιουμενης δηλοποιουμενον δηλοποιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make clear

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION