Ancient Greek-English Dictionary Language

δεξιότης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δεξιότης δεξιότες

Structure: δεξιοτη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: decio/s

Sense

  1. dexterity, cleverness

Examples

  • καὶ μάθημα καὶ ἀγώνισμα κοινότατον ὧν ἡ Ἑλλὰσ ἐνήνοχε καλῶν παρέχων, τὴν ποίησιν, δεικνὺσ ὅ τι δὴ καὶ ὁποῖον ἦν ἄρα δεξιότησ λόγου, ἐπιὼν ἁπανταχόσε μδτὰ πειθοῦσ ἀφύκτου καὶ χειρούμενοσ ἅπασαν ἀκοὴν καὶ διάνοιαν Ἑλληνικῆσ φωνῆσ· (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 3 4:1)
  • δεξιότησ τε λόγου Φαίακοσ Μουσῶν ἐρέτασ ἐπὶ σέλματα πέμπει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 8 1:2)
  • δεξιότησ δὲ λόγου Φαίακασ Μουσῶν ἐρέτασ ἐπὶ σέλματα πέμπει. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 19)
  • Ταῦτα δὲ πάντα τοῦ θείου εἵνεκεν προστιθέασιν, ὡσ πλέον τι εἰδότεσ καὶ ἄλλασ προφάσιασ λέγοντεσ, ὅκωσ, εἰ μὲν ὑγιὴσ γένοιτο, αὐτῶν ἡ δόξα εἰή καὶ ἡ δεξιότησ, εἰ δὲ ἀποθάνοι, ἐν ἀσφαλεῖ καθισταῖντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι καὶ ἔχοιεν πρόφασιν ὡσ οὐκ αἴτιοί εἰσιν αὐτοὶ, ἀλλ’ οἱ θεοί‧ οὔτε γὰρ φαγέειν οὔτε πιέειν ἔδοσαν φάρμακον οὐδὲν, οὔτε λουτροῖσι καθήψησαν, ὥστε δοκέειν αἴτιον εἶναι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 1.8)

Synonyms

  1. dexterity

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION