Ancient Greek-English Dictionary Language

δασύπους

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δασύπους

Structure: δασυποδ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. rough-foot, a hare

Examples

  • καὶ τὸν δασύποδα, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν. (Septuagint, Liber Leviticus 11:5)
  • καὶ ταῦτα οὐ φάγεσθε ἀπὸ τῶν ἀναγόντων μηρυκισμὸν καὶ ἀπὸ τῶν διχηλούντων τὰσ ὁπλὰσ καὶ ὀνυχιζόντων ὀνυχιστῆρασ. τὸν κάμηλον καὶ δασύποδα καὶ χοιρογρύλλιον, ὅτι ἀνάγουσι μηρυκισμὸν καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλοῦσιν, ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν ἐστι. (Septuagint, Liber Deuteronomii 14:7)
  • ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον, τοιαῦτα, δασύπουσ ἄν τισ εἰσέλθῃ, φέρε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 58 1:4)
  • δασύποδα, ἐὰν περιτύχῃσ, ἀγόρασον καὶ νηττία ὁπόσα σὺ βούλει καὶ κίχλασ καὶ κοψίχουσ, ὀρνιθάριά τε τῶν ἀγρίων τούτων συχνά· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 717)
  • περδίκια λαβὲ τέτταρ’ ἢ καὶ πέντε, δασύποδασ δὲ τρεῖσ, στρουθάριὰ θ’ οἱο͂ν ἐντραγεῖν, ἀκανθίδασ, καὶ βιττάκουσ, σπινίδια, κερχνῇδασ τά τ’ ἄλλ’ ἅττ’ ἂν ἐπιτύχῃσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 71 1:5)
  • χελιδόνειοσ ὁ δασύπουσ, γλυκεῖα δ’ ἡ μίμαρκυσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 63 3:9)
  • τῶν χερσαίων δ’ ὑμῖν ἥξει παρ’ ἐμοῦ ταυτί βοῦσ ἀγελαῖοσ, τράγοσ ὑλιβάτησ, αἲξ οὐρανία, κριὸσ τομίασ, κάπροσ ἐκτομίασ, ὗσ οὐ τομίασ δέλφαξ, δασύπουσ, ἔριφοι, τυρὸσ χλωρόσ, τυρὸσ ξηρόσ, τυρὸσ κοπτόσ, τυρὸσ ξυστόσ, τυρὸσ τμητόσ, τυρὸσ πηκτόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)

Synonyms

  1. rough-foot

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION