헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξυλοφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξυλοφορέω

형태분석: ξυλοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to carry a stick

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξυλοφόρω

ξυλοφόρεις

ξυλοφόρει

쌍수 ξυλοφόρειτον

ξυλοφόρειτον

복수 ξυλοφόρουμεν

ξυλοφόρειτε

ξυλοφόρουσιν*

접속법단수 ξυλοφόρω

ξυλοφόρῃς

ξυλοφόρῃ

쌍수 ξυλοφόρητον

ξυλοφόρητον

복수 ξυλοφόρωμεν

ξυλοφόρητε

ξυλοφόρωσιν*

기원법단수 ξυλοφόροιμι

ξυλοφόροις

ξυλοφόροι

쌍수 ξυλοφόροιτον

ξυλοφοροίτην

복수 ξυλοφόροιμεν

ξυλοφόροιτε

ξυλοφόροιεν

명령법단수 ξυλοφο͂ρει

ξυλοφορεῖτω

쌍수 ξυλοφόρειτον

ξυλοφορεῖτων

복수 ξυλοφόρειτε

ξυλοφοροῦντων, ξυλοφορεῖτωσαν

부정사 ξυλοφόρειν

분사 남성여성중성
ξυλοφορων

ξυλοφορουντος

ξυλοφορουσα

ξυλοφορουσης

ξυλοφορουν

ξυλοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξυλοφόρουμαι

ξυλοφόρει, ξυλοφόρῃ

ξυλοφόρειται

쌍수 ξυλοφόρεισθον

ξυλοφόρεισθον

복수 ξυλοφοροῦμεθα

ξυλοφόρεισθε

ξυλοφόρουνται

접속법단수 ξυλοφόρωμαι

ξυλοφόρῃ

ξυλοφόρηται

쌍수 ξυλοφόρησθον

ξυλοφόρησθον

복수 ξυλοφορώμεθα

ξυλοφόρησθε

ξυλοφόρωνται

기원법단수 ξυλοφοροίμην

ξυλοφόροιο

ξυλοφόροιτο

쌍수 ξυλοφόροισθον

ξυλοφοροίσθην

복수 ξυλοφοροίμεθα

ξυλοφόροισθε

ξυλοφόροιντο

명령법단수 ξυλοφόρου

ξυλοφορεῖσθω

쌍수 ξυλοφόρεισθον

ξυλοφορεῖσθων

복수 ξυλοφόρεισθε

ξυλοφορεῖσθων, ξυλοφορεῖσθωσαν

부정사 ξυλοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
ξυλοφορουμενος

ξυλοφορουμενου

ξυλοφορουμενη

ξυλοφορουμενης

ξυλοφορουμενον

ξυλοφορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δείξω γὰρ αὐτῷ ὅτι μὴ μάτην ξυλοφοροῦμεν. (Lucian, Piscator, (no name) 24:3)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 24:3)

유의어

  1. to carry a stick

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION