헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξενοθυτέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξενοθυτέω ξενοθυτήσω

형태분석: ξενοθυτέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qu/w

  1. to sacrifice strangers

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενοθύτω

ξενοθύτεις

ξενοθύτει

쌍수 ξενοθύτειτον

ξενοθύτειτον

복수 ξενοθύτουμεν

ξενοθύτειτε

ξενοθύτουσιν*

접속법단수 ξενοθύτω

ξενοθύτῃς

ξενοθύτῃ

쌍수 ξενοθύτητον

ξενοθύτητον

복수 ξενοθύτωμεν

ξενοθύτητε

ξενοθύτωσιν*

기원법단수 ξενοθύτοιμι

ξενοθύτοις

ξενοθύτοι

쌍수 ξενοθύτοιτον

ξενοθυτοίτην

복수 ξενοθύτοιμεν

ξενοθύτοιτε

ξενοθύτοιεν

명령법단수 ξενοθῦτει

ξενοθυτεῖτω

쌍수 ξενοθύτειτον

ξενοθυτεῖτων

복수 ξενοθύτειτε

ξενοθυτοῦντων, ξενοθυτεῖτωσαν

부정사 ξενοθύτειν

분사 남성여성중성
ξενοθυτων

ξενοθυτουντος

ξενοθυτουσα

ξενοθυτουσης

ξενοθυτουν

ξενοθυτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενοθύτουμαι

ξενοθύτει, ξενοθύτῃ

ξενοθύτειται

쌍수 ξενοθύτεισθον

ξενοθύτεισθον

복수 ξενοθυτοῦμεθα

ξενοθύτεισθε

ξενοθύτουνται

접속법단수 ξενοθύτωμαι

ξενοθύτῃ

ξενοθύτηται

쌍수 ξενοθύτησθον

ξενοθύτησθον

복수 ξενοθυτώμεθα

ξενοθύτησθε

ξενοθύτωνται

기원법단수 ξενοθυτοίμην

ξενοθύτοιο

ξενοθύτοιτο

쌍수 ξενοθύτοισθον

ξενοθυτοίσθην

복수 ξενοθυτοίμεθα

ξενοθύτοισθε

ξενοθύτοιντο

명령법단수 ξενοθύτου

ξενοθυτεῖσθω

쌍수 ξενοθύτεισθον

ξενοθυτεῖσθων

복수 ξενοθύτεισθε

ξενοθυτεῖσθων, ξενοθυτεῖσθωσαν

부정사 ξενοθύτεισθαι

분사 남성여성중성
ξενοθυτουμενος

ξενοθυτουμενου

ξενοθυτουμενη

ξενοθυτουμενης

ξενοθυτουμενον

ξενοθυτουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενοθυτήσω

ξενοθυτήσεις

ξενοθυτήσει

쌍수 ξενοθυτήσετον

ξενοθυτήσετον

복수 ξενοθυτήσομεν

ξενοθυτήσετε

ξενοθυτήσουσιν*

기원법단수 ξενοθυτήσοιμι

ξενοθυτήσοις

ξενοθυτήσοι

쌍수 ξενοθυτήσοιτον

ξενοθυτησοίτην

복수 ξενοθυτήσοιμεν

ξενοθυτήσοιτε

ξενοθυτήσοιεν

부정사 ξενοθυτήσειν

분사 남성여성중성
ξενοθυτησων

ξενοθυτησοντος

ξενοθυτησουσα

ξενοθυτησουσης

ξενοθυτησον

ξενοθυτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξενοθυτήσομαι

ξενοθυτήσει, ξενοθυτήσῃ

ξενοθυτήσεται

쌍수 ξενοθυτήσεσθον

ξενοθυτήσεσθον

복수 ξενοθυτησόμεθα

ξενοθυτήσεσθε

ξενοθυτήσονται

기원법단수 ξενοθυτησοίμην

ξενοθυτήσοιο

ξενοθυτήσοιτο

쌍수 ξενοθυτήσοισθον

ξενοθυτησοίσθην

복수 ξενοθυτησοίμεθα

ξενοθυτήσοισθε

ξενοθυτήσοιντο

부정사 ξενοθυτήσεσθαι

분사 남성여성중성
ξενοθυτησομενος

ξενοθυτησομενου

ξενοθυτησομενη

ξενοθυτησομενης

ξενοθυτησομενον

ξενοθυτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to sacrifice strangers

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION