헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βρότος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βρότος βρότου

형태분석: βροτ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 유혈
  1. blood that has run from a wound, gore

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βρότος

유혈이

βρότω

유혈들이

βρότοι

유혈들이

속격 βρότου

유혈의

βρότοιν

유혈들의

βρότων

유혈들의

여격 βρότῳ

유혈에게

βρότοιν

유혈들에게

βρότοις

유혈들에게

대격 βρότον

유혈을

βρότω

유혈들을

βρότους

유혈들을

호격 βρότε

유혈아

βρότω

유혈들아

βρότοι

유혈들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦμοσ κόκκυξ κοκκύζει δρυὸσ ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον, τέρπει δὲ βροτοὺσ ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν, τῆμοσ Ζεὺσ ὑοί τρίτῳ ἤματι μηδ’ ἀπολήγοι, μήτ’ ἄρ’ ὑπερβάλλων βοὸσ ὁπλὴν μήτ’ ἀπολείπων· (Hesiod, Works and Days, Book WD 55:5)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 55:5)

  • ὦ Ζεῦ, τί δῆτα τοὺσ ταλαιπώρουσ βροτοὺσ φρονεῖν λέγουσι; (Euripides, Suppliants, episode 2:3)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 2:3)

  • αὕτη μὲν ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφει βροτούσ· (Euripides, episode 8:4)

    (에우리피데스, episode 8:4)

  • ὃσ δ’ ἦλθ’ ἔπειτ’, ἀντίπαλον ὁ Σεμέλησ γόνοσ βότρυοσ ὑγρὸν πῶμ’ ηὑρ͂ε κεἰσηνέγκατο θνητοῖσ, ὃ παύει τοὺσ ταλαιπώρουσ βροτοὺσ λύπησ, ὅταν πλησθῶσιν ἀμπέλου ῥοῆσ, ὕπνον τε λήθην τῶν καθ’ ἡμέραν κακῶν δίδωσιν, οὐδ’ ἔστ’ ἄλλο φάρμακον πόνων. (Euripides, episode 8:5)

    (에우리피데스, episode 8:5)

  • ‐ αἴσθησισ γὰρ οὖν κἀκ τῶν θυραίων πημάτων δάκνει βροτούσ. (Euripides, episode 1:36)

    (에우리피데스, episode 1:36)

유의어

  1. 유혈

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION