헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βριάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βριάω

형태분석: βριά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make or to be strong and mighty

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βρίω

βρίᾳς

βρίᾳ

쌍수 βρίᾱτον

βρίᾱτον

복수 βρίωμεν

βρίᾱτε

βρίωσιν*

접속법단수 βρίω

βρίῃς

βρίῃ

쌍수 βρίητον

βρίητον

복수 βρίωμεν

βρίητε

βρίωσιν*

기원법단수 βρίῳμι

βρίῳς

βρίῳ

쌍수 βρίῳτον

βριῷτην

복수 βρίῳμεν

βρίῳτε

βρίῳεν

명령법단수 βρῖᾱ

βριᾶτω

쌍수 βρίᾱτον

βριᾶτων

복수 βρίᾱτε

βριῶντων, βριᾶτωσαν

부정사 βρίᾱν

분사 남성여성중성
βριων

βριωντος

βριωσα

βριωσης

βριων

βριωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βρίωμαι

βρίᾳ

βρίᾱται

쌍수 βρίᾱσθον

βρίᾱσθον

복수 βριῶμεθα

βρίᾱσθε

βρίωνται

접속법단수 βρίωμαι

βρίῃ

βρίηται

쌍수 βρίησθον

βρίησθον

복수 βριώμεθα

βρίησθε

βρίωνται

기원법단수 βριῷμην

βρίῳο

βρίῳτο

쌍수 βρίῳσθον

βριῷσθην

복수 βριῷμεθα

βρίῳσθε

βρίῳντο

명령법단수 βρίω

βριᾶσθω

쌍수 βρίᾱσθον

βριᾶσθων

복수 βρίᾱσθε

βριᾶσθων, βριᾶσθωσαν

부정사 βρίᾱσθαι

분사 남성여성중성
βριωμενος

βριωμενου

βριωμενη

βριωμενης

βριωμενον

βριωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make or to be strong and mighty

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION