Ancient Greek-English Dictionary Language

βελόνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βελόνη βελόνης

Structure: βελον (Stem) + η (Ending)

Etym.: be/los

Sense

  1. needle
  2. pipefish
  3. garfish

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • βελόνην πυρώσασ τὸ ὑπὸ τὴν σφραγῖδα μέροσ τοῦ κηροῦ διατήκων ἐξῄρει καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῇ βελόνῃ αὖθισ ἐπιχλιάνασ τὸν κηρόν, τόν τε κάτω ὑπὸ τῷ λίνῳ καὶ τὸν αὐτὴν τὴν σφραγῖδα ἔχοντα, ῥᾳδίωσ συνεκόλλα. (Lucian, Alexander, (no name) 21:5)
  • ῥαφὶσ ἢ βελόνη καλεῖται δὲ καὶ ἀβλεννήσ δύσπεπτοσ, ὑγρόσ, εὐκοίλιοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 52 1:4)
  • οἱο͂ν εὐθύσ, ἡ ἁλκυὼν κύουσα τὴν νεοττιὰν συντίθησι, συλλαμβάνουσα τὰσ ἀκάνθασ τῆσ θαλαττίασ βελόνησ καὶ ταύτασ δι’ ἀλλήλων ἐγκαταπλέκουσα καὶ συνείρουσα , τὸ ; (Plutarch, De amore prolis, section 2 2:3)
  • εὐθύσ, ἡ ἁλκυὼν κύουσα τὴν νεοττιὰν συντίθησι, συλλαμβάνουσα τὰσ ἀκάνθασ τῆσ θαλαττίασ βελόνησ καὶ ταύτασ δι’ ἀλλήλων ἐγκαταπλέκουσα καὶ συνείρουσα, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲσ ὡσ ἁλιευτικοῦ κύρτου καὶ πρόμηκεσ ἀπεργάζεται· (Plutarch, De amore prolis, section 2 7:1)
  • μέχρι μὲν οὖν τινοσ ὑπὸ τῆσ πεπωρωμένησ ἐκ τοῦ στέατοσ σαρκὸσ οὐκ ἐνεποίει τὴν αἴσθησιν εἰ δὲ πρὸσ τὸν καθαρὸν τόπον ἡ βελόνη διελθοῦσα ἔθιγεν, τότε διηγείρετο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 72 1:4)
  • οὕτω γάρ ἐστι σμικρὸν ἐκεῖνο τὸ ἁπλοῦν ἀγγεῖον καὶ μέντοι καὶ τῶν ἄλλων ἑκάτερον, ὥστ’, εἰ τῇ λεπτοτάτῃ βελόνῃ νύξειάσ τι μέροσ, ἅμα διαιρήσεισ τὰ τρία. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 619)
  • τὸν πόδα τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικοσ ὁ λεπτόσ, αὐτὸσ ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 3081)

Synonyms

  1. needle

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION