- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτόκομος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: autokomos 고전 발음: [또꼬모] 신약 발음: [또꼬모]

기본형: αὐτόκομος αὐτόκομη αὐτόκομον

형태분석: αὐτοκομ (어간) + ος (어미)

어원: κόμη

  1. 털이 많은, 털복숭이의, 털투성이의
  1. with natural hair, shaggy
  2. hair or leaves and all

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 αὐτόκομος

털이 많은 (이)가

αὐτόκόμη

털이 많은 (이)가

αὐτόκομον

털이 많은 (것)가

속격 αὐτοκόμου

털이 많은 (이)의

αὐτόκόμης

털이 많은 (이)의

αὐτοκόμου

털이 많은 (것)의

여격 αὐτοκόμῳ

털이 많은 (이)에게

αὐτόκόμῃ

털이 많은 (이)에게

αὐτοκόμῳ

털이 많은 (것)에게

대격 αὐτόκομον

털이 많은 (이)를

αὐτόκόμην

털이 많은 (이)를

αὐτόκομον

털이 많은 (것)를

호격 αὐτόκομε

털이 많은 (이)야

αὐτόκόμη

털이 많은 (이)야

αὐτόκομον

털이 많은 (것)야

쌍수주/대/호 αὐτοκόμω

털이 많은 (이)들이

αὐτόκόμα

털이 많은 (이)들이

αὐτοκόμω

털이 많은 (것)들이

속/여 αὐτοκόμοιν

털이 많은 (이)들의

αὐτόκόμαιν

털이 많은 (이)들의

αὐτοκόμοιν

털이 많은 (것)들의

복수주격 αὐτόκομοι

털이 많은 (이)들이

αὐτόκομαι

털이 많은 (이)들이

αὐτόκομα

털이 많은 (것)들이

속격 αὐτοκόμων

털이 많은 (이)들의

αὐτόκομῶν

털이 많은 (이)들의

αὐτοκόμων

털이 많은 (것)들의

여격 αὐτοκόμοις

털이 많은 (이)들에게

αὐτόκόμαις

털이 많은 (이)들에게

αὐτοκόμοις

털이 많은 (것)들에게

대격 αὐτοκόμους

털이 많은 (이)들을

αὐτόκόμας

털이 많은 (이)들을

αὐτόκομα

털이 많은 (것)들을

호격 αὐτόκομοι

털이 많은 (이)들아

αὐτόκομαι

털이 많은 (이)들아

αὐτόκομα

털이 많은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φρίξας δ αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν, δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων βρυχώμενος ἥσει ῥήματα γομφοπαγῆ πινακηδὸν ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι: (Aristophanes, Frogs, Choral, strophe 31)

    (아리스토파네스, Frogs, Choral, strophe 31)

  • νῆσοι ἦσαν ἐπιμήκεις μέν, οὐ πάνυ δὲ ὑψηλαί, ὅσον ἑκατὸν σταδίων ἑκάστη τὸ περίμετρον ἐπὶ δὲ αὐτῶν ἔπλεον τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἀμφὶ τοὺς εἴκοσι καὶ ἑκατὸν τούτων δὲ οἱ μὲν παρ ἑκάτερα τῆς νήσου καθήμενοι ἐφεξῆς ἐκωπηλάτουν κυπαρίττοις μεγάλαις αὐτοκλάδοις καὶ αὐτοκόμοις ὥσπερ ἐρετμοῖς, κατόπιν δὲ ἐπὶ τῆς πρύμνης, ὡς ἐδόκει, κυβερνήτης ἐπὶ λόφου ὑψηλοῦ εἱστήκει χάλκεον ἔχων πηδάλιον πεντασταδιαῖον τὸ μῆκος: (Lucian, Verae Historiae, book 1 40:4)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 40:4)

유의어

  1. 털이 많은

  2. hair or leaves and all

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION