Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀρθρόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀρθρόω

Structure: ἀρθρό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: a)/rqron

Sense

  1. to fasten by a joint, produces articulate, to nerve

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ά̓ρθρω ά̓ρθροις ά̓ρθροι
Dual ά̓ρθρουτον ά̓ρθρουτον
Plural ά̓ρθρουμεν ά̓ρθρουτε ά̓ρθρουσιν*
SubjunctiveSingular ά̓ρθρω ά̓ρθροις ά̓ρθροι
Dual ά̓ρθρωτον ά̓ρθρωτον
Plural ά̓ρθρωμεν ά̓ρθρωτε ά̓ρθρωσιν*
OptativeSingular ά̓ρθροιμι ά̓ρθροις ά̓ρθροι
Dual ά̓ρθροιτον ἀρθροίτην
Plural ά̓ρθροιμεν ά̓ρθροιτε ά̓ρθροιεν
ImperativeSingular ᾶ̓ρθρου ἀρθροῦτω
Dual ά̓ρθρουτον ἀρθροῦτων
Plural ά̓ρθρουτε ἀρθροῦντων, ἀρθροῦτωσαν
Infinitive ά̓ρθρουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀρθρων ἀρθρουντος ἀρθρουσα ἀρθρουσης ἀρθρουν ἀρθρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ά̓ρθρουμαι ά̓ρθροι ά̓ρθρουται
Dual ά̓ρθρουσθον ά̓ρθρουσθον
Plural ἀρθροῦμεθα ά̓ρθρουσθε ά̓ρθρουνται
SubjunctiveSingular ά̓ρθρωμαι ά̓ρθροι ά̓ρθρωται
Dual ά̓ρθρωσθον ά̓ρθρωσθον
Plural ἀρθρώμεθα ά̓ρθρωσθε ά̓ρθρωνται
OptativeSingular ἀρθροίμην ά̓ρθροιο ά̓ρθροιτο
Dual ά̓ρθροισθον ἀρθροίσθην
Plural ἀρθροίμεθα ά̓ρθροισθε ά̓ρθροιντο
ImperativeSingular ά̓ρθρου ἀρθροῦσθω
Dual ά̓ρθρουσθον ἀρθροῦσθων
Plural ά̓ρθρουσθε ἀρθροῦσθων, ἀρθροῦσθωσαν
Infinitive ά̓ρθρουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀρθρουμενος ἀρθρουμενου ἀρθρουμενη ἀρθρουμενης ἀρθρουμενον ἀρθρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "εἰ δὲ μὴ ψεύδονται οἱ περὶ αὐτοῦ λέγοντεσ, καὶ μοιχὸσ ἑάλω ποτέ, ὡσ ὁ ἄξων φησίν, ἄρθρα ἐν ἄρθροισ ἔχων. (Lucian, Eunuchus, (no name) 10:2)
  • ὦ χεῖρεσ, ὡσ εἰκοὺσ μὲν ἡδείασ πατρὸσ κέκτησθ’, ἐν ἄρθροισ δ’ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι. (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests 3:5)
  • ἦ πᾶν ἐν ἄρθροισ συγκεκλῃμένον καλῶσ; (Euripides, episode 4:26)
  • νῦν γὰρ ἐν ἄρθροισ τοῖσ ἡμετέροισ στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών. (Aristophanes, Wasps, Episode, anapests12)
  • νάβλασ ἐν ἄρθροισ γραμμάτων οὐκ εὐμελήσ, ᾧ λωτὸσ ἐν πλευροῖσιν ἄψυχοσ παγεὶσ ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 77 1:4)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION