헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἁρπαλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἁρπαλίζω

형태분석: ἁρπαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a(rpa/zw

  1. to catch up, be eager to receive
  2. to exact greedily

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁρπαλίζω

ἁρπαλίζεις

ἁρπαλίζει

쌍수 ἁρπαλίζετον

ἁρπαλίζετον

복수 ἁρπαλίζομεν

ἁρπαλίζετε

ἁρπαλίζουσιν*

접속법단수 ἁρπαλίζω

ἁρπαλίζῃς

ἁρπαλίζῃ

쌍수 ἁρπαλίζητον

ἁρπαλίζητον

복수 ἁρπαλίζωμεν

ἁρπαλίζητε

ἁρπαλίζωσιν*

기원법단수 ἁρπαλίζοιμι

ἁρπαλίζοις

ἁρπαλίζοι

쌍수 ἁρπαλίζοιτον

ἁρπαλιζοίτην

복수 ἁρπαλίζοιμεν

ἁρπαλίζοιτε

ἁρπαλίζοιεν

명령법단수 ἁρπάλιζε

ἁρπαλιζέτω

쌍수 ἁρπαλίζετον

ἁρπαλιζέτων

복수 ἁρπαλίζετε

ἁρπαλιζόντων, ἁρπαλιζέτωσαν

부정사 ἁρπαλίζειν

분사 남성여성중성
ἁρπαλιζων

ἁρπαλιζοντος

ἁρπαλιζουσα

ἁρπαλιζουσης

ἁρπαλιζον

ἁρπαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁρπαλίζομαι

ἁρπαλίζει, ἁρπαλίζῃ

ἁρπαλίζεται

쌍수 ἁρπαλίζεσθον

ἁρπαλίζεσθον

복수 ἁρπαλιζόμεθα

ἁρπαλίζεσθε

ἁρπαλίζονται

접속법단수 ἁρπαλίζωμαι

ἁρπαλίζῃ

ἁρπαλίζηται

쌍수 ἁρπαλίζησθον

ἁρπαλίζησθον

복수 ἁρπαλιζώμεθα

ἁρπαλίζησθε

ἁρπαλίζωνται

기원법단수 ἁρπαλιζοίμην

ἁρπαλίζοιο

ἁρπαλίζοιτο

쌍수 ἁρπαλίζοισθον

ἁρπαλιζοίσθην

복수 ἁρπαλιζοίμεθα

ἁρπαλίζοισθε

ἁρπαλίζοιντο

명령법단수 ἁρπαλίζου

ἁρπαλιζέσθω

쌍수 ἁρπαλίζεσθον

ἁρπαλιζέσθων

복수 ἁρπαλίζεσθε

ἁρπαλιζέσθων, ἁρπαλιζέσθωσαν

부정사 ἁρπαλίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἁρπαλιζομενος

ἁρπαλιζομενου

ἁρπαλιζομενη

ἁρπαλιζομενης

ἁρπαλιζομενον

ἁρπαλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to catch up

  2. to exact greedily

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION