Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁρματοτροφέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἁρματοτροφέω

Structure: ἁρματοτροφέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to keep chariot-horses

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἁρματοτρόφω ἁρματοτρόφεις ἁρματοτρόφει
Dual ἁρματοτρόφειτον ἁρματοτρόφειτον
Plural ἁρματοτρόφουμεν ἁρματοτρόφειτε ἁρματοτρόφουσιν*
SubjunctiveSingular ἁρματοτρόφω ἁρματοτρόφῃς ἁρματοτρόφῃ
Dual ἁρματοτρόφητον ἁρματοτρόφητον
Plural ἁρματοτρόφωμεν ἁρματοτρόφητε ἁρματοτρόφωσιν*
OptativeSingular ἁρματοτρόφοιμι ἁρματοτρόφοις ἁρματοτρόφοι
Dual ἁρματοτρόφοιτον ἁρματοτροφοίτην
Plural ἁρματοτρόφοιμεν ἁρματοτρόφοιτε ἁρματοτρόφοιεν
ImperativeSingular ἁρματοτρο͂φει ἁρματοτροφεῖτω
Dual ἁρματοτρόφειτον ἁρματοτροφεῖτων
Plural ἁρματοτρόφειτε ἁρματοτροφοῦντων, ἁρματοτροφεῖτωσαν
Infinitive ἁρματοτρόφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁρματοτροφων ἁρματοτροφουντος ἁρματοτροφουσα ἁρματοτροφουσης ἁρματοτροφουν ἁρματοτροφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἁρματοτρόφουμαι ἁρματοτρόφει, ἁρματοτρόφῃ ἁρματοτρόφειται
Dual ἁρματοτρόφεισθον ἁρματοτρόφεισθον
Plural ἁρματοτροφοῦμεθα ἁρματοτρόφεισθε ἁρματοτρόφουνται
SubjunctiveSingular ἁρματοτρόφωμαι ἁρματοτρόφῃ ἁρματοτρόφηται
Dual ἁρματοτρόφησθον ἁρματοτρόφησθον
Plural ἁρματοτροφώμεθα ἁρματοτρόφησθε ἁρματοτρόφωνται
OptativeSingular ἁρματοτροφοίμην ἁρματοτρόφοιο ἁρματοτρόφοιτο
Dual ἁρματοτρόφοισθον ἁρματοτροφοίσθην
Plural ἁρματοτροφοίμεθα ἁρματοτρόφοισθε ἁρματοτρόφοιντο
ImperativeSingular ἁρματοτρόφου ἁρματοτροφεῖσθω
Dual ἁρματοτρόφεισθον ἁρματοτροφεῖσθων
Plural ἁρματοτρόφεισθε ἁρματοτροφεῖσθων, ἁρματοτροφεῖσθωσαν
Infinitive ἁρματοτρόφεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁρματοτροφουμενος ἁρματοτροφουμενου ἁρματοτροφουμενη ἁρματοτροφουμενης ἁρματοτροφουμενον ἁρματοτροφουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to keep chariot-horses

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION