Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπρεπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπρεπής ἀπρεπές

Structure: ἀπρεπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pre/pw

Sense

  1. unseemly, unbecoming, indecent, indecorous
  2. disreputable

Examples

  • Ἐπίχαρμον δὲ τὸν κωμῳδιοποιόν, ὅτι τῆσ γυναικὸσ αὐτοῦ παρούσησ εἶπέ τι τῶν ἀπρεπῶν, ἐζημίωσε. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 51)
  • δεδοικέναι γὰρ ἔλεγεν, μὴ τοῦ πράγματοσ ἐκδήλου πᾶσιν γενομένου κινδυνεύσειε τιμωρίαν ὑποσχεῖν ὡσ αὐτὸσ αἴτιοσ τούτων καὶ διδάσκαλοσ τῷ βασιλεῖ ἀπρεπῶν ἔργων γενόμενοσ, δυνάμενον δ’ αὐτὸν ἔφη καὶ χωρὶσ τῆσ περιτομῆσ τὸ θεῖον σέβειν, εἴγε πάντωσ κέκρικε ζηλοῦν τὰ πάτρια τῶν Ιοὐδαίων· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 20 50:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION