Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποχαλινόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀποχαλινόω

Structure: ἀπο (Prefix) + χαλινό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to unbridle

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποχαλινῶ ἀποχαλινοῖς ἀποχαλινοῖ
Dual ἀποχαλινοῦτον ἀποχαλινοῦτον
Plural ἀποχαλινοῦμεν ἀποχαλινοῦτε ἀποχαλινοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἀποχαλινῶ ἀποχαλινοῖς ἀποχαλινοῖ
Dual ἀποχαλινῶτον ἀποχαλινῶτον
Plural ἀποχαλινῶμεν ἀποχαλινῶτε ἀποχαλινῶσιν*
OptativeSingular ἀποχαλινοῖμι ἀποχαλινοῖς ἀποχαλινοῖ
Dual ἀποχαλινοῖτον ἀποχαλινοίτην
Plural ἀποχαλινοῖμεν ἀποχαλινοῖτε ἀποχαλινοῖεν
ImperativeSingular ἀποχαλίνου ἀποχαλινούτω
Dual ἀποχαλινοῦτον ἀποχαλινούτων
Plural ἀποχαλινοῦτε ἀποχαλινούντων, ἀποχαλινούτωσαν
Infinitive ἀποχαλινοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποχαλινων ἀποχαλινουντος ἀποχαλινουσα ἀποχαλινουσης ἀποχαλινουν ἀποχαλινουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποχαλινοῦμαι ἀποχαλινοῖ ἀποχαλινοῦται
Dual ἀποχαλινοῦσθον ἀποχαλινοῦσθον
Plural ἀποχαλινούμεθα ἀποχαλινοῦσθε ἀποχαλινοῦνται
SubjunctiveSingular ἀποχαλινῶμαι ἀποχαλινοῖ ἀποχαλινῶται
Dual ἀποχαλινῶσθον ἀποχαλινῶσθον
Plural ἀποχαλινώμεθα ἀποχαλινῶσθε ἀποχαλινῶνται
OptativeSingular ἀποχαλινοίμην ἀποχαλινοῖο ἀποχαλινοῖτο
Dual ἀποχαλινοῖσθον ἀποχαλινοίσθην
Plural ἀποχαλινοίμεθα ἀποχαλινοῖσθε ἀποχαλινοῖντο
ImperativeSingular ἀποχαλινοῦ ἀποχαλινούσθω
Dual ἀποχαλινοῦσθον ἀποχαλινούσθων
Plural ἀποχαλινοῦσθε ἀποχαλινούσθων, ἀποχαλινούσθωσαν
Infinitive ἀποχαλινοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποχαλινουμενος ἀποχαλινουμενου ἀποχαλινουμενη ἀποχαλινουμενης ἀποχαλινουμενον ἀποχαλινουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to unbridle

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION