Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγχαλινόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐγχαλινόω ἐγχαλινώσω

Structure: ἐγ (Prefix) + χαλινό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put a bit in the mouth of, to have the bit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγχαλινῶ ἐγχαλινοῖς ἐγχαλινοῖ
Dual ἐγχαλινοῦτον ἐγχαλινοῦτον
Plural ἐγχαλινοῦμεν ἐγχαλινοῦτε ἐγχαλινοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἐγχαλινῶ ἐγχαλινοῖς ἐγχαλινοῖ
Dual ἐγχαλινῶτον ἐγχαλινῶτον
Plural ἐγχαλινῶμεν ἐγχαλινῶτε ἐγχαλινῶσιν*
OptativeSingular ἐγχαλινοῖμι ἐγχαλινοῖς ἐγχαλινοῖ
Dual ἐγχαλινοῖτον ἐγχαλινοίτην
Plural ἐγχαλινοῖμεν ἐγχαλινοῖτε ἐγχαλινοῖεν
ImperativeSingular ἐγχαλίνου ἐγχαλινούτω
Dual ἐγχαλινοῦτον ἐγχαλινούτων
Plural ἐγχαλινοῦτε ἐγχαλινούντων, ἐγχαλινούτωσαν
Infinitive ἐγχαλινοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγχαλινων ἐγχαλινουντος ἐγχαλινουσα ἐγχαλινουσης ἐγχαλινουν ἐγχαλινουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγχαλινοῦμαι ἐγχαλινοῖ ἐγχαλινοῦται
Dual ἐγχαλινοῦσθον ἐγχαλινοῦσθον
Plural ἐγχαλινούμεθα ἐγχαλινοῦσθε ἐγχαλινοῦνται
SubjunctiveSingular ἐγχαλινῶμαι ἐγχαλινοῖ ἐγχαλινῶται
Dual ἐγχαλινῶσθον ἐγχαλινῶσθον
Plural ἐγχαλινώμεθα ἐγχαλινῶσθε ἐγχαλινῶνται
OptativeSingular ἐγχαλινοίμην ἐγχαλινοῖο ἐγχαλινοῖτο
Dual ἐγχαλινοῖσθον ἐγχαλινοίσθην
Plural ἐγχαλινοίμεθα ἐγχαλινοῖσθε ἐγχαλινοῖντο
ImperativeSingular ἐγχαλινοῦ ἐγχαλινούσθω
Dual ἐγχαλινοῦσθον ἐγχαλινούσθων
Plural ἐγχαλινοῦσθε ἐγχαλινούσθων, ἐγχαλινούσθωσαν
Infinitive ἐγχαλινοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγχαλινουμενος ἐγχαλινουμενου ἐγχαλινουμενη ἐγχαλινουμενης ἐγχαλινουμενον ἐγχαλινουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦ δὲ Μενάνδρου ταχὺ συμφρονήσαντοσ τὸν κίνδυνον καὶ ἀνασκευασαμένου, κατασκόπουσ ἔπεμπεν ὁ Εὐμενὴσ φανερῶσ, καὶ παρήγγειλε τοῖσ στρατιώταισ ὁπλίζεσθαι καὶ τοὺσ ἵππουσ ἐγχαλινοῦν ὡσ προσάξων τοῖσ πολεμίοισ. (Plutarch, chapter 9 5:1)

Synonyms

  1. to put a bit in the mouth of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION