Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποκολυμβάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀποκολυμβάω

Structure: ἀπο (Prefix) + κολυμβά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to dive and swim away

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποκολυμβῶ ἀποκολυμβᾷς ἀποκολυμβᾷ
Dual ἀποκολυμβᾶτον ἀποκολυμβᾶτον
Plural ἀποκολυμβῶμεν ἀποκολυμβᾶτε ἀποκολυμβῶσιν*
SubjunctiveSingular ἀποκολυμβῶ ἀποκολυμβῇς ἀποκολυμβῇ
Dual ἀποκολυμβῆτον ἀποκολυμβῆτον
Plural ἀποκολυμβῶμεν ἀποκολυμβῆτε ἀποκολυμβῶσιν*
OptativeSingular ἀποκολυμβῷμι ἀποκολυμβῷς ἀποκολυμβῷ
Dual ἀποκολυμβῷτον ἀποκολυμβῴτην
Plural ἀποκολυμβῷμεν ἀποκολυμβῷτε ἀποκολυμβῷεν
ImperativeSingular ἀποκολύμβᾱ ἀποκολυμβᾱ́τω
Dual ἀποκολυμβᾶτον ἀποκολυμβᾱ́των
Plural ἀποκολυμβᾶτε ἀποκολυμβώντων, ἀποκολυμβᾱ́τωσαν
Infinitive ἀποκολυμβᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποκολυμβων ἀποκολυμβωντος ἀποκολυμβωσα ἀποκολυμβωσης ἀποκολυμβων ἀποκολυμβωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποκολυμβῶμαι ἀποκολυμβᾷ ἀποκολυμβᾶται
Dual ἀποκολυμβᾶσθον ἀποκολυμβᾶσθον
Plural ἀποκολυμβώμεθα ἀποκολυμβᾶσθε ἀποκολυμβῶνται
SubjunctiveSingular ἀποκολυμβῶμαι ἀποκολυμβῇ ἀποκολυμβῆται
Dual ἀποκολυμβῆσθον ἀποκολυμβῆσθον
Plural ἀποκολυμβώμεθα ἀποκολυμβῆσθε ἀποκολυμβῶνται
OptativeSingular ἀποκολυμβῴμην ἀποκολυμβῷο ἀποκολυμβῷτο
Dual ἀποκολυμβῷσθον ἀποκολυμβῴσθην
Plural ἀποκολυμβῴμεθα ἀποκολυμβῷσθε ἀποκολυμβῷντο
ImperativeSingular ἀποκολυμβῶ ἀποκολυμβᾱ́σθω
Dual ἀποκολυμβᾶσθον ἀποκολυμβᾱ́σθων
Plural ἀποκολυμβᾶσθε ἀποκολυμβᾱ́σθων, ἀποκολυμβᾱ́σθωσαν
Infinitive ἀποκολυμβᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποκολυμβωμενος ἀποκολυμβωμενου ἀποκολυμβωμενη ἀποκολυμβωμενης ἀποκολυμβωμενον ἀποκολυμβωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to dive and swim away

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION