Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποκινδυνεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀποκινδυνεύω

Structure: ἀπο (Prefix) + κινδυνεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make a bold attempt or venture, try a forlorn hope, against, to be put to the uttermost hazard

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποκινδυνεύω ἀποκινδυνεύεις ἀποκινδυνεύει
Dual ἀποκινδυνεύετον ἀποκινδυνεύετον
Plural ἀποκινδυνεύομεν ἀποκινδυνεύετε ἀποκινδυνεύουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποκινδυνεύω ἀποκινδυνεύῃς ἀποκινδυνεύῃ
Dual ἀποκινδυνεύητον ἀποκινδυνεύητον
Plural ἀποκινδυνεύωμεν ἀποκινδυνεύητε ἀποκινδυνεύωσιν*
OptativeSingular ἀποκινδυνεύοιμι ἀποκινδυνεύοις ἀποκινδυνεύοι
Dual ἀποκινδυνεύοιτον ἀποκινδυνευοίτην
Plural ἀποκινδυνεύοιμεν ἀποκινδυνεύοιτε ἀποκινδυνεύοιεν
ImperativeSingular ἀποκινδύνευε ἀποκινδυνευέτω
Dual ἀποκινδυνεύετον ἀποκινδυνευέτων
Plural ἀποκινδυνεύετε ἀποκινδυνευόντων, ἀποκινδυνευέτωσαν
Infinitive ἀποκινδυνεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποκινδυνευων ἀποκινδυνευοντος ἀποκινδυνευουσα ἀποκινδυνευουσης ἀποκινδυνευον ἀποκινδυνευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποκινδυνεύομαι ἀποκινδυνεύει, ἀποκινδυνεύῃ ἀποκινδυνεύεται
Dual ἀποκινδυνεύεσθον ἀποκινδυνεύεσθον
Plural ἀποκινδυνευόμεθα ἀποκινδυνεύεσθε ἀποκινδυνεύονται
SubjunctiveSingular ἀποκινδυνεύωμαι ἀποκινδυνεύῃ ἀποκινδυνεύηται
Dual ἀποκινδυνεύησθον ἀποκινδυνεύησθον
Plural ἀποκινδυνευώμεθα ἀποκινδυνεύησθε ἀποκινδυνεύωνται
OptativeSingular ἀποκινδυνευοίμην ἀποκινδυνεύοιο ἀποκινδυνεύοιτο
Dual ἀποκινδυνεύοισθον ἀποκινδυνευοίσθην
Plural ἀποκινδυνευοίμεθα ἀποκινδυνεύοισθε ἀποκινδυνεύοιντο
ImperativeSingular ἀποκινδυνεύου ἀποκινδυνευέσθω
Dual ἀποκινδυνεύεσθον ἀποκινδυνευέσθων
Plural ἀποκινδυνεύεσθε ἀποκινδυνευέσθων, ἀποκινδυνευέσθωσαν
Infinitive ἀποκινδυνεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποκινδυνευομενος ἀποκινδυνευομενου ἀποκινδυνευομενη ἀποκινδυνευομενης ἀποκινδυνευομενον ἀποκινδυνευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ οὐ λήσει οὐδέν’ ὅτι ταύτησ ἔγωγ’ ἄνισον εἶχον βασανισθείσησ, ἀλλ’ ἀπεκινδύνευον τοῦτο· (Lysias, Speeches, 21:4)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION