헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπελευθερόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπελευθερόω

형태분석: ἀπ (접두사) + ἐλευθερό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from a)peleu/qeros

  1. to emancipate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπελευθέρω

ἀπελευθέροις

ἀπελευθέροι

쌍수 ἀπελευθέρουτον

ἀπελευθέρουτον

복수 ἀπελευθέρουμεν

ἀπελευθέρουτε

ἀπελευθέρουσιν*

접속법단수 ἀπελευθέρω

ἀπελευθέροις

ἀπελευθέροι

쌍수 ἀπελευθέρωτον

ἀπελευθέρωτον

복수 ἀπελευθέρωμεν

ἀπελευθέρωτε

ἀπελευθέρωσιν*

기원법단수 ἀπελευθέροιμι

ἀπελευθέροις

ἀπελευθέροι

쌍수 ἀπελευθέροιτον

ἀπελευθεροίτην

복수 ἀπελευθέροιμεν

ἀπελευθέροιτε

ἀπελευθέροιεν

명령법단수 ἀπελευθε͂ρου

ἀπελευθεροῦτω

쌍수 ἀπελευθέρουτον

ἀπελευθεροῦτων

복수 ἀπελευθέρουτε

ἀπελευθεροῦντων, ἀπελευθεροῦτωσαν

부정사 ἀπελευθέρουν

분사 남성여성중성
ἀπελευθερων

ἀπελευθερουντος

ἀπελευθερουσα

ἀπελευθερουσης

ἀπελευθερουν

ἀπελευθερουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπελευθέρουμαι

ἀπελευθέροι

ἀπελευθέρουται

쌍수 ἀπελευθέρουσθον

ἀπελευθέρουσθον

복수 ἀπελευθεροῦμεθα

ἀπελευθέρουσθε

ἀπελευθέρουνται

접속법단수 ἀπελευθέρωμαι

ἀπελευθέροι

ἀπελευθέρωται

쌍수 ἀπελευθέρωσθον

ἀπελευθέρωσθον

복수 ἀπελευθερώμεθα

ἀπελευθέρωσθε

ἀπελευθέρωνται

기원법단수 ἀπελευθεροίμην

ἀπελευθέροιο

ἀπελευθέροιτο

쌍수 ἀπελευθέροισθον

ἀπελευθεροίσθην

복수 ἀπελευθεροίμεθα

ἀπελευθέροισθε

ἀπελευθέροιντο

명령법단수 ἀπελευθέρου

ἀπελευθεροῦσθω

쌍수 ἀπελευθέρουσθον

ἀπελευθεροῦσθων

복수 ἀπελευθέρουσθε

ἀπελευθεροῦσθων, ἀπελευθεροῦσθωσαν

부정사 ἀπελευθέρουσθαι

분사 남성여성중성
ἀπελευθερουμενος

ἀπελευθερουμενου

ἀπελευθερουμενη

ἀπελευθερουμενης

ἀπελευθερουμενον

ἀπελευθερουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION