헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπεικονίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπεικονίζω

형태분석: ἀπεικονίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ei)kw/n

  1. to represent in a statue

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεικονίζω

ἀπεικονίζεις

ἀπεικονίζει

쌍수 ἀπεικονίζετον

ἀπεικονίζετον

복수 ἀπεικονίζομεν

ἀπεικονίζετε

ἀπεικονίζουσιν*

접속법단수 ἀπεικονίζω

ἀπεικονίζῃς

ἀπεικονίζῃ

쌍수 ἀπεικονίζητον

ἀπεικονίζητον

복수 ἀπεικονίζωμεν

ἀπεικονίζητε

ἀπεικονίζωσιν*

기원법단수 ἀπεικονίζοιμι

ἀπεικονίζοις

ἀπεικονίζοι

쌍수 ἀπεικονίζοιτον

ἀπεικονιζοίτην

복수 ἀπεικονίζοιμεν

ἀπεικονίζοιτε

ἀπεικονίζοιεν

명령법단수 ἀπεικόνιζε

ἀπεικονιζέτω

쌍수 ἀπεικονίζετον

ἀπεικονιζέτων

복수 ἀπεικονίζετε

ἀπεικονιζόντων, ἀπεικονιζέτωσαν

부정사 ἀπεικονίζειν

분사 남성여성중성
ἀπεικονιζων

ἀπεικονιζοντος

ἀπεικονιζουσα

ἀπεικονιζουσης

ἀπεικονιζον

ἀπεικονιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεικονίζομαι

ἀπεικονίζει, ἀπεικονίζῃ

ἀπεικονίζεται

쌍수 ἀπεικονίζεσθον

ἀπεικονίζεσθον

복수 ἀπεικονιζόμεθα

ἀπεικονίζεσθε

ἀπεικονίζονται

접속법단수 ἀπεικονίζωμαι

ἀπεικονίζῃ

ἀπεικονίζηται

쌍수 ἀπεικονίζησθον

ἀπεικονίζησθον

복수 ἀπεικονιζώμεθα

ἀπεικονίζησθε

ἀπεικονίζωνται

기원법단수 ἀπεικονιζοίμην

ἀπεικονίζοιο

ἀπεικονίζοιτο

쌍수 ἀπεικονίζοισθον

ἀπεικονιζοίσθην

복수 ἀπεικονιζοίμεθα

ἀπεικονίζοισθε

ἀπεικονίζοιντο

명령법단수 ἀπεικονίζου

ἀπεικονιζέσθω

쌍수 ἀπεικονίζεσθον

ἀπεικονιζέσθων

복수 ἀπεικονίζεσθε

ἀπεικονιζέσθων, ἀπεικονιζέσθωσαν

부정사 ἀπεικονίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀπεικονιζομενος

ἀπεικονιζομενου

ἀπεικονιζομενη

ἀπεικονιζομενης

ἀπεικονιζομενον

ἀπεικονιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to represent in a statue

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION