헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντικομίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντικομίζω

형태분석: ἀντικομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bring back as an answer

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντικομίζω

ἀντικομίζεις

ἀντικομίζει

쌍수 ἀντικομίζετον

ἀντικομίζετον

복수 ἀντικομίζομεν

ἀντικομίζετε

ἀντικομίζουσιν*

접속법단수 ἀντικομίζω

ἀντικομίζῃς

ἀντικομίζῃ

쌍수 ἀντικομίζητον

ἀντικομίζητον

복수 ἀντικομίζωμεν

ἀντικομίζητε

ἀντικομίζωσιν*

기원법단수 ἀντικομίζοιμι

ἀντικομίζοις

ἀντικομίζοι

쌍수 ἀντικομίζοιτον

ἀντικομιζοίτην

복수 ἀντικομίζοιμεν

ἀντικομίζοιτε

ἀντικομίζοιεν

명령법단수 ἀντικόμιζε

ἀντικομιζέτω

쌍수 ἀντικομίζετον

ἀντικομιζέτων

복수 ἀντικομίζετε

ἀντικομιζόντων, ἀντικομιζέτωσαν

부정사 ἀντικομίζειν

분사 남성여성중성
ἀντικομιζων

ἀντικομιζοντος

ἀντικομιζουσα

ἀντικομιζουσης

ἀντικομιζον

ἀντικομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντικομίζομαι

ἀντικομίζει, ἀντικομίζῃ

ἀντικομίζεται

쌍수 ἀντικομίζεσθον

ἀντικομίζεσθον

복수 ἀντικομιζόμεθα

ἀντικομίζεσθε

ἀντικομίζονται

접속법단수 ἀντικομίζωμαι

ἀντικομίζῃ

ἀντικομίζηται

쌍수 ἀντικομίζησθον

ἀντικομίζησθον

복수 ἀντικομιζώμεθα

ἀντικομίζησθε

ἀντικομίζωνται

기원법단수 ἀντικομιζοίμην

ἀντικομίζοιο

ἀντικομίζοιτο

쌍수 ἀντικομίζοισθον

ἀντικομιζοίσθην

복수 ἀντικομιζοίμεθα

ἀντικομίζοισθε

ἀντικομίζοιντο

명령법단수 ἀντικομίζου

ἀντικομιζέσθω

쌍수 ἀντικομίζεσθον

ἀντικομιζέσθων

복수 ἀντικομίζεσθε

ἀντικομιζέσθων, ἀντικομιζέσθωσαν

부정사 ἀντικομίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντικομιζομενος

ἀντικομιζομενου

ἀντικομιζομενη

ἀντικομιζομενης

ἀντικομιζομενον

ἀντικομιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bring back as an answer

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION