Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντεπιγράφω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀντεπιγράφω

Structure: ἀντεπιγράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write, instead

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντεπιγράφω ἀντεπιγράφεις ἀντεπιγράφει
Dual ἀντεπιγράφετον ἀντεπιγράφετον
Plural ἀντεπιγράφομεν ἀντεπιγράφετε ἀντεπιγράφουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντεπιγράφω ἀντεπιγράφῃς ἀντεπιγράφῃ
Dual ἀντεπιγράφητον ἀντεπιγράφητον
Plural ἀντεπιγράφωμεν ἀντεπιγράφητε ἀντεπιγράφωσιν*
OptativeSingular ἀντεπιγράφοιμι ἀντεπιγράφοις ἀντεπιγράφοι
Dual ἀντεπιγράφοιτον ἀντεπιγραφοίτην
Plural ἀντεπιγράφοιμεν ἀντεπιγράφοιτε ἀντεπιγράφοιεν
ImperativeSingular ἀντεπίγραφε ἀντεπιγραφέτω
Dual ἀντεπιγράφετον ἀντεπιγραφέτων
Plural ἀντεπιγράφετε ἀντεπιγραφόντων, ἀντεπιγραφέτωσαν
Infinitive ἀντεπιγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντεπιγραφων ἀντεπιγραφοντος ἀντεπιγραφουσα ἀντεπιγραφουσης ἀντεπιγραφον ἀντεπιγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντεπιγράφομαι ἀντεπιγράφει, ἀντεπιγράφῃ ἀντεπιγράφεται
Dual ἀντεπιγράφεσθον ἀντεπιγράφεσθον
Plural ἀντεπιγραφόμεθα ἀντεπιγράφεσθε ἀντεπιγράφονται
SubjunctiveSingular ἀντεπιγράφωμαι ἀντεπιγράφῃ ἀντεπιγράφηται
Dual ἀντεπιγράφησθον ἀντεπιγράφησθον
Plural ἀντεπιγραφώμεθα ἀντεπιγράφησθε ἀντεπιγράφωνται
OptativeSingular ἀντεπιγραφοίμην ἀντεπιγράφοιο ἀντεπιγράφοιτο
Dual ἀντεπιγράφοισθον ἀντεπιγραφοίσθην
Plural ἀντεπιγραφοίμεθα ἀντεπιγράφοισθε ἀντεπιγράφοιντο
ImperativeSingular ἀντεπιγράφου ἀντεπιγραφέσθω
Dual ἀντεπιγράφεσθον ἀντεπιγραφέσθων
Plural ἀντεπιγράφεσθε ἀντεπιγραφέσθων, ἀντεπιγραφέσθωσαν
Infinitive ἀντεπιγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντεπιγραφομενος ἀντεπιγραφομενου ἀντεπιγραφομενη ἀντεπιγραφομενης ἀντεπιγραφομενον ἀντεπιγραφομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to write

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION