Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνιάομαι

α-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνιάομαι

Structure: ἀν (Prefix) + ἰά (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to cure again, repair

Examples

  • οὐκοῦν ἢ ἀνιαρότατόν ἐστι καὶ ἀνίᾳ ὑπερβάλλον αἴσχιστον τούτων ἐστὶν ἢ βλάβῃ ἢ ἀμφότερα; (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 186:2)
  • ὥστε ἐν ἀνίᾳ τὰ τῶν συγκλητικῶν ἦν πολὺ πλέον δι’ ἁμαρτίαν μὲν τοῦ κατὰ τὴν ἐλευθερίαν αὐχήματοσ, φόβῳ δὲ τοῦ Κλαυδίου. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 286:2)
  • "ἀλλ’ ἆρα μὴ τόδε σε ἀνιᾷ, καὶ διανοῇ τὸν παρ’ ἡμῖν ζόφον καὶ τὸ πολὺ σκότοσ, κᾆτα δέδιασ μή σοι ἀποπνιγῶ κατακλεισθεὶσ ἐν τῷ μνήματι; (Lucian, (no name) 16:14)
  • ταῦτα ὑμᾶσ ἀνιᾷ· (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 22)
  • ἀνιᾷ δή σε πολλὰ καὶ ἀθρόα καὶ σχεδὸν τὰ πάντα, καὶ μάλιστα ὅταν σε παρευδοκιμῇ κίναιδόσ τισ ἢ ὀρχηστοδιδάσκαλοσ ἢ Ιὠνικὰ συνείρων Ἀλεξανδρεωτικὸσ ἀνθρωπίσκοσ τοῖσ μὲν γὰρ τὰ ἐρωτικὰ ταῦτα διακονουμένοισ καὶ γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν πόθεν σύ γ’ ἰσότιμοσ; (Lucian, De mercede, (no name) 27:1)
  • "ἀνιᾷ γάρ σε, οἶμαι, καὶ στρέφει τὸ μὴ σαφῶσ τὰ ἐπὶ γῆσ ὁρᾶν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 13:9)
  • ἀλλὰ τί ἄλλο, εἰ μὴ τοῦτο, ἀνιᾷ σε Δία ὄντα; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 2:6)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION