헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνασκοπέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνασκοπέω

형태분석: ἀνα (접두사) + σκοπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to look at narrowly, examine well

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκόπω

ἀνασκόπεις

ἀνασκόπει

쌍수 ἀνασκόπειτον

ἀνασκόπειτον

복수 ἀνασκόπουμεν

ἀνασκόπειτε

ἀνασκόπουσιν*

접속법단수 ἀνασκόπω

ἀνασκόπῃς

ἀνασκόπῃ

쌍수 ἀνασκόπητον

ἀνασκόπητον

복수 ἀνασκόπωμεν

ἀνασκόπητε

ἀνασκόπωσιν*

기원법단수 ἀνασκόποιμι

ἀνασκόποις

ἀνασκόποι

쌍수 ἀνασκόποιτον

ἀνασκοποίτην

복수 ἀνασκόποιμεν

ἀνασκόποιτε

ἀνασκόποιεν

명령법단수 ἀνασκο͂πει

ἀνασκοπεῖτω

쌍수 ἀνασκόπειτον

ἀνασκοπεῖτων

복수 ἀνασκόπειτε

ἀνασκοποῦντων, ἀνασκοπεῖτωσαν

부정사 ἀνασκόπειν

분사 남성여성중성
ἀνασκοπων

ἀνασκοπουντος

ἀνασκοπουσα

ἀνασκοπουσης

ἀνασκοπουν

ἀνασκοπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκόπουμαι

ἀνασκόπει, ἀνασκόπῃ

ἀνασκόπειται

쌍수 ἀνασκόπεισθον

ἀνασκόπεισθον

복수 ἀνασκοποῦμεθα

ἀνασκόπεισθε

ἀνασκόπουνται

접속법단수 ἀνασκόπωμαι

ἀνασκόπῃ

ἀνασκόπηται

쌍수 ἀνασκόπησθον

ἀνασκόπησθον

복수 ἀνασκοπώμεθα

ἀνασκόπησθε

ἀνασκόπωνται

기원법단수 ἀνασκοποίμην

ἀνασκόποιο

ἀνασκόποιτο

쌍수 ἀνασκόποισθον

ἀνασκοποίσθην

복수 ἀνασκοποίμεθα

ἀνασκόποισθε

ἀνασκόποιντο

명령법단수 ἀνασκόπου

ἀνασκοπεῖσθω

쌍수 ἀνασκόπεισθον

ἀνασκοπεῖσθων

복수 ἀνασκόπεισθε

ἀνασκοπεῖσθων, ἀνασκοπεῖσθωσαν

부정사 ἀνασκόπεισθαι

분사 남성여성중성
ἀνασκοπουμενος

ἀνασκοπουμενου

ἀνασκοπουμενη

ἀνασκοπουμενης

ἀνασκοπουμενον

ἀνασκοπουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ μὲν οὖν ὅλησ τῆσ ἰδέασ ταύτησ οὐχ οὗτοσ ὁ καιρὸσ ἀνασκοπεῖν· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 203)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 203)

  • τῶν δὲ ἐπιχειρημάτων ὁ μὲν Δημοσθένησ αἰεὶ καὶ οἱ τοὺσ δικανικοὺσ λόγουσ συνεσκευασμένοι ἐκλογάσ τε καὶ διακρίσεισ ποιοῦνται, καὶ ἐπισημαίνονται καθ’ ἕκαστον τὰσ δυνάμεισ αὐτῶν τιθέντεσ, εἰκότωσ τοῦτο πράττοντεσ διά τε τὸ ἀγωνιστικὸν τὸν λόγον αὐτῶν εἶναι, ὥστε καὶ τοὺσ ἀκούοντασ εὐθέωσ μανθάνειν τὴν ἰσχὺν αὐτῶν καὶ ἕκαστα ἀκριβῶσ ἀνασκοπεῖν δύνασθαι. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 2:1)

유의어

  1. to look at narrowly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION