헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναθορυβέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναθορυβέω

형태분석: ἀνα (접두사) + θορυβέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 박수치다, 소리치며 찬성하다
  1. to cry out loudly, shout in applause
  2. to applaud

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναθορύβω

ἀναθορύβεις

ἀναθορύβει

쌍수 ἀναθορύβειτον

ἀναθορύβειτον

복수 ἀναθορύβουμεν

ἀναθορύβειτε

ἀναθορύβουσιν*

접속법단수 ἀναθορύβω

ἀναθορύβῃς

ἀναθορύβῃ

쌍수 ἀναθορύβητον

ἀναθορύβητον

복수 ἀναθορύβωμεν

ἀναθορύβητε

ἀναθορύβωσιν*

기원법단수 ἀναθορύβοιμι

ἀναθορύβοις

ἀναθορύβοι

쌍수 ἀναθορύβοιτον

ἀναθορυβοίτην

복수 ἀναθορύβοιμεν

ἀναθορύβοιτε

ἀναθορύβοιεν

명령법단수 ἀναθορῦβει

ἀναθορυβεῖτω

쌍수 ἀναθορύβειτον

ἀναθορυβεῖτων

복수 ἀναθορύβειτε

ἀναθορυβοῦντων, ἀναθορυβεῖτωσαν

부정사 ἀναθορύβειν

분사 남성여성중성
ἀναθορυβων

ἀναθορυβουντος

ἀναθορυβουσα

ἀναθορυβουσης

ἀναθορυβουν

ἀναθορυβουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναθορύβουμαι

ἀναθορύβει, ἀναθορύβῃ

ἀναθορύβειται

쌍수 ἀναθορύβεισθον

ἀναθορύβεισθον

복수 ἀναθορυβοῦμεθα

ἀναθορύβεισθε

ἀναθορύβουνται

접속법단수 ἀναθορύβωμαι

ἀναθορύβῃ

ἀναθορύβηται

쌍수 ἀναθορύβησθον

ἀναθορύβησθον

복수 ἀναθορυβώμεθα

ἀναθορύβησθε

ἀναθορύβωνται

기원법단수 ἀναθορυβοίμην

ἀναθορύβοιο

ἀναθορύβοιτο

쌍수 ἀναθορύβοισθον

ἀναθορυβοίσθην

복수 ἀναθορυβοίμεθα

ἀναθορύβοισθε

ἀναθορύβοιντο

명령법단수 ἀναθορύβου

ἀναθορυβεῖσθω

쌍수 ἀναθορύβεισθον

ἀναθορυβεῖσθων

복수 ἀναθορύβεισθε

ἀναθορυβεῖσθων, ἀναθορυβεῖσθωσαν

부정사 ἀναθορύβεισθαι

분사 남성여성중성
ἀναθορυβουμενος

ἀναθορυβουμενου

ἀναθορυβουμενη

ἀναθορυβουμενης

ἀναθορυβουμενον

ἀναθορυβουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to cry out loudly

  2. 박수치다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION