Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνακυμβαλιάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνακυμβαλιάζω

Structure: ἀνακυμβαλιάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ku/mbalon

Sense

  1. to fall rattling over

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνακυμβαλιάζω ἀνακυμβαλιάζεις ἀνακυμβαλιάζει
Dual ἀνακυμβαλιάζετον ἀνακυμβαλιάζετον
Plural ἀνακυμβαλιάζομεν ἀνακυμβαλιάζετε ἀνακυμβαλιάζουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνακυμβαλιάζω ἀνακυμβαλιάζῃς ἀνακυμβαλιάζῃ
Dual ἀνακυμβαλιάζητον ἀνακυμβαλιάζητον
Plural ἀνακυμβαλιάζωμεν ἀνακυμβαλιάζητε ἀνακυμβαλιάζωσιν*
OptativeSingular ἀνακυμβαλιάζοιμι ἀνακυμβαλιάζοις ἀνακυμβαλιάζοι
Dual ἀνακυμβαλιάζοιτον ἀνακυμβαλιαζοίτην
Plural ἀνακυμβαλιάζοιμεν ἀνακυμβαλιάζοιτε ἀνακυμβαλιάζοιεν
ImperativeSingular ἀνακυμβαλίαζε ἀνακυμβαλιαζέτω
Dual ἀνακυμβαλιάζετον ἀνακυμβαλιαζέτων
Plural ἀνακυμβαλιάζετε ἀνακυμβαλιαζόντων, ἀνακυμβαλιαζέτωσαν
Infinitive ἀνακυμβαλιάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνακυμβαλιαζων ἀνακυμβαλιαζοντος ἀνακυμβαλιαζουσα ἀνακυμβαλιαζουσης ἀνακυμβαλιαζον ἀνακυμβαλιαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνακυμβαλιάζομαι ἀνακυμβαλιάζει, ἀνακυμβαλιάζῃ ἀνακυμβαλιάζεται
Dual ἀνακυμβαλιάζεσθον ἀνακυμβαλιάζεσθον
Plural ἀνακυμβαλιαζόμεθα ἀνακυμβαλιάζεσθε ἀνακυμβαλιάζονται
SubjunctiveSingular ἀνακυμβαλιάζωμαι ἀνακυμβαλιάζῃ ἀνακυμβαλιάζηται
Dual ἀνακυμβαλιάζησθον ἀνακυμβαλιάζησθον
Plural ἀνακυμβαλιαζώμεθα ἀνακυμβαλιάζησθε ἀνακυμβαλιάζωνται
OptativeSingular ἀνακυμβαλιαζοίμην ἀνακυμβαλιάζοιο ἀνακυμβαλιάζοιτο
Dual ἀνακυμβαλιάζοισθον ἀνακυμβαλιαζοίσθην
Plural ἀνακυμβαλιαζοίμεθα ἀνακυμβαλιάζοισθε ἀνακυμβαλιάζοιντο
ImperativeSingular ἀνακυμβαλιάζου ἀνακυμβαλιαζέσθω
Dual ἀνακυμβαλιάζεσθον ἀνακυμβαλιαζέσθων
Plural ἀνακυμβαλιάζεσθε ἀνακυμβαλιαζέσθων, ἀνακυμβαλιαζέσθωσαν
Infinitive ἀνακυμβαλιάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνακυμβαλιαζομενος ἀνακυμβαλιαζομενου ἀνακυμβαλιαζομενη ἀνακυμβαλιαζομενης ἀνακυμβαλιαζομενον ἀνακυμβαλιαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fall rattling over

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION