Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνακινδυνεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνακινδυνεύω

Structure: ἀνα (Prefix) + κινδυνεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run into danger again, to run a fresh risk

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνακινδυνεύω ἀνακινδυνεύεις ἀνακινδυνεύει
Dual ἀνακινδυνεύετον ἀνακινδυνεύετον
Plural ἀνακινδυνεύομεν ἀνακινδυνεύετε ἀνακινδυνεύουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνακινδυνεύω ἀνακινδυνεύῃς ἀνακινδυνεύῃ
Dual ἀνακινδυνεύητον ἀνακινδυνεύητον
Plural ἀνακινδυνεύωμεν ἀνακινδυνεύητε ἀνακινδυνεύωσιν*
OptativeSingular ἀνακινδυνεύοιμι ἀνακινδυνεύοις ἀνακινδυνεύοι
Dual ἀνακινδυνεύοιτον ἀνακινδυνευοίτην
Plural ἀνακινδυνεύοιμεν ἀνακινδυνεύοιτε ἀνακινδυνεύοιεν
ImperativeSingular ἀνακινδύνευε ἀνακινδυνευέτω
Dual ἀνακινδυνεύετον ἀνακινδυνευέτων
Plural ἀνακινδυνεύετε ἀνακινδυνευόντων, ἀνακινδυνευέτωσαν
Infinitive ἀνακινδυνεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνακινδυνευων ἀνακινδυνευοντος ἀνακινδυνευουσα ἀνακινδυνευουσης ἀνακινδυνευον ἀνακινδυνευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνακινδυνεύομαι ἀνακινδυνεύει, ἀνακινδυνεύῃ ἀνακινδυνεύεται
Dual ἀνακινδυνεύεσθον ἀνακινδυνεύεσθον
Plural ἀνακινδυνευόμεθα ἀνακινδυνεύεσθε ἀνακινδυνεύονται
SubjunctiveSingular ἀνακινδυνεύωμαι ἀνακινδυνεύῃ ἀνακινδυνεύηται
Dual ἀνακινδυνεύησθον ἀνακινδυνεύησθον
Plural ἀνακινδυνευώμεθα ἀνακινδυνεύησθε ἀνακινδυνεύωνται
OptativeSingular ἀνακινδυνευοίμην ἀνακινδυνεύοιο ἀνακινδυνεύοιτο
Dual ἀνακινδυνεύοισθον ἀνακινδυνευοίσθην
Plural ἀνακινδυνευοίμεθα ἀνακινδυνεύοισθε ἀνακινδυνεύοιντο
ImperativeSingular ἀνακινδυνεύου ἀνακινδυνευέσθω
Dual ἀνακινδυνεύεσθον ἀνακινδυνευέσθων
Plural ἀνακινδυνεύεσθε ἀνακινδυνευέσθων, ἀνακινδυνευέσθωσαν
Infinitive ἀνακινδυνεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνακινδυνευομενος ἀνακινδυνευομενου ἀνακινδυνευομενη ἀνακινδυνευομενης ἀνακινδυνευομενον ἀνακινδυνευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION