Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀμόγητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀμόγητος ἀμόγητη ἀμόγητον

Structure: ἀ (Prefix) + μογητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: moge/w

Sense

  1. unwearied, untiring

Examples

  • Ἆρεσ ὑπερμενέτα, βρισάρματε, χρυσεοπήληξ, ὀβριμόθυμε, φέρασπι, πολισσόε, χαλκοκορυστά, καρτερόχειρ, ἀμόγητε, δορισθενέσ, ἑρ́κοσ Ὀλύμπου, Νίκησ εὐπολέμοιο πάτερ, συναρωγὲ Θέμιστοσ, ἀντιβίοισι τύραννε, δικαιοτάτων ἀγὲ φωτῶν, ἠνορέησ σκηπτοῦχε, πυραυγέα κύκλον ἑλίσσων αἰθέροσ ἑπταπόροισ ἐνὶ τείρεσιν, ἔνθα σε πῶλοι ζαφλεγέεσ τριτάτησ ὑπὲρ ἄντυγοσ αἰὲν ἔχουσι· (Anonymous, Homeric Hymns, 2:1)
  • οἱ δ’ ἀμόγητοι τἀμὰ φέρουσιν, Ἔρωσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1462)

Synonyms

  1. unwearied

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION