헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀλιτηριώδης

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀλιτηριώδης ἀλιτηριώδες

형태분석: ἀλιτηριωδη (어간) + ς (어미)

어원: ei)=dos

  1. 저주 받은, 진저리나는, 망할
  1. abominable, accursed

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀλιτηριώδης

저주 받은 (이)가

ἀλιτηρίωδες

저주 받은 (것)가

속격 ἀλιτηριώδους

저주 받은 (이)의

ἀλιτηριώδους

저주 받은 (것)의

여격 ἀλιτηριώδει

저주 받은 (이)에게

ἀλιτηριώδει

저주 받은 (것)에게

대격 ἀλιτηριώδη

저주 받은 (이)를

ἀλιτηρίωδες

저주 받은 (것)를

호격 ἀλιτηριῶδες

저주 받은 (이)야

ἀλιτηρίωδες

저주 받은 (것)야

쌍수주/대/호 ἀλιτηριώδει

저주 받은 (이)들이

ἀλιτηριώδει

저주 받은 (것)들이

속/여 ἀλιτηριώδοιν

저주 받은 (이)들의

ἀλιτηριώδοιν

저주 받은 (것)들의

복수주격 ἀλιτηριώδεις

저주 받은 (이)들이

ἀλιτηριώδη

저주 받은 (것)들이

속격 ἀλιτηριώδων

저주 받은 (이)들의

ἀλιτηριώδων

저주 받은 (것)들의

여격 ἀλιτηριώδεσιν*

저주 받은 (이)들에게

ἀλιτηριώδεσιν*

저주 받은 (것)들에게

대격 ἀλιτηριώδεις

저주 받은 (이)들을

ἀλιτηριώδη

저주 받은 (것)들을

호격 ἀλιτηριώδεις

저주 받은 (이)들아

ἀλιτηριώδη

저주 받은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω μὲν γὰρ οὔτε δίων οὔτε ἄλλοσ πετὲ οὐδεὶσ ἐπὶ δύναμιν ἑκὼν εἶσιν ἀλιτηριώδη ἑαυτῷ τε καὶ γένει εἰσ τὸν ἀεὶ χρόνον, ἐπὶ πολιτείαν δὲ καὶ νόμων κατασκευὴν τῶν δικαιοτάτων τε καὶ ἀρίστων, οὔ τι δι’ ὀλιγίστων θανάτων καὶ φόνων γιγνομένην· (Plato, Epistles, Letter 7 181:1)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 181:1)

  • αὕτη δ’ ἐστὶν οὐ φοβερά τισ οὐδὲ σκυθρωπὴ καθάπερ οὗτοι πλάττουσι, διαβάλλοντεσ τὴν πρόνοιαν, ὥσπερ παισὶν Ἔμπουσαν ἢ Ποινὴν ἀλιτηριώδη καὶ τραγικὴν ἐπιτετραμμένην. (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 212)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 212)

유의어

  1. 저주 받은

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION