헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκοσμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀκοσμέω

형태분석: ἀκοσμέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)/kosmos

  1. 긁다, 마음 상하게 하다, 불쾌하게 하다
  1. to be disorderly, to offend

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀκοσμῶ

(나는) 긁는다

ἀκοσμεῖς

(너는) 긁는다

ἀκοσμεῖ

(그는) 긁는다

쌍수 ἀκοσμεῖτον

(너희 둘은) 긁는다

ἀκοσμεῖτον

(그 둘은) 긁는다

복수 ἀκοσμοῦμεν

(우리는) 긁는다

ἀκοσμεῖτε

(너희는) 긁는다

ἀκοσμοῦσιν*

(그들은) 긁는다

접속법단수 ἀκοσμῶ

(나는) 긁자

ἀκοσμῇς

(너는) 긁자

ἀκοσμῇ

(그는) 긁자

쌍수 ἀκοσμῆτον

(너희 둘은) 긁자

ἀκοσμῆτον

(그 둘은) 긁자

복수 ἀκοσμῶμεν

(우리는) 긁자

ἀκοσμῆτε

(너희는) 긁자

ἀκοσμῶσιν*

(그들은) 긁자

기원법단수 ἀκοσμοῖμι

(나는) 긁기를 (바라다)

ἀκοσμοῖς

(너는) 긁기를 (바라다)

ἀκοσμοῖ

(그는) 긁기를 (바라다)

쌍수 ἀκοσμοῖτον

(너희 둘은) 긁기를 (바라다)

ἀκοσμοίτην

(그 둘은) 긁기를 (바라다)

복수 ἀκοσμοῖμεν

(우리는) 긁기를 (바라다)

ἀκοσμοῖτε

(너희는) 긁기를 (바라다)

ἀκοσμοῖεν

(그들은) 긁기를 (바라다)

명령법단수 ἀκόσμει

(너는) 긁어라

ἀκοσμείτω

(그는) 긁어라

쌍수 ἀκοσμεῖτον

(너희 둘은) 긁어라

ἀκοσμείτων

(그 둘은) 긁어라

복수 ἀκοσμεῖτε

(너희는) 긁어라

ἀκοσμούντων, ἀκοσμείτωσαν

(그들은) 긁어라

부정사 ἀκοσμεῖν

긁는 것

분사 남성여성중성
ἀκοσμων

ἀκοσμουντος

ἀκοσμουσα

ἀκοσμουσης

ἀκοσμουν

ἀκοσμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀκοσμοῦμαι

(나는) 긁어진다

ἀκοσμεῖ, ἀκοσμῇ

(너는) 긁어진다

ἀκοσμεῖται

(그는) 긁어진다

쌍수 ἀκοσμεῖσθον

(너희 둘은) 긁어진다

ἀκοσμεῖσθον

(그 둘은) 긁어진다

복수 ἀκοσμούμεθα

(우리는) 긁어진다

ἀκοσμεῖσθε

(너희는) 긁어진다

ἀκοσμοῦνται

(그들은) 긁어진다

접속법단수 ἀκοσμῶμαι

(나는) 긁어지자

ἀκοσμῇ

(너는) 긁어지자

ἀκοσμῆται

(그는) 긁어지자

쌍수 ἀκοσμῆσθον

(너희 둘은) 긁어지자

ἀκοσμῆσθον

(그 둘은) 긁어지자

복수 ἀκοσμώμεθα

(우리는) 긁어지자

ἀκοσμῆσθε

(너희는) 긁어지자

ἀκοσμῶνται

(그들은) 긁어지자

기원법단수 ἀκοσμοίμην

(나는) 긁어지기를 (바라다)

ἀκοσμοῖο

(너는) 긁어지기를 (바라다)

ἀκοσμοῖτο

(그는) 긁어지기를 (바라다)

쌍수 ἀκοσμοῖσθον

(너희 둘은) 긁어지기를 (바라다)

ἀκοσμοίσθην

(그 둘은) 긁어지기를 (바라다)

복수 ἀκοσμοίμεθα

(우리는) 긁어지기를 (바라다)

ἀκοσμοῖσθε

(너희는) 긁어지기를 (바라다)

ἀκοσμοῖντο

(그들은) 긁어지기를 (바라다)

명령법단수 ἀκοσμοῦ

(너는) 긁어져라

ἀκοσμείσθω

(그는) 긁어져라

쌍수 ἀκοσμεῖσθον

(너희 둘은) 긁어져라

ἀκοσμείσθων

(그 둘은) 긁어져라

복수 ἀκοσμεῖσθε

(너희는) 긁어져라

ἀκοσμείσθων, ἀκοσμείσθωσαν

(그들은) 긁어져라

부정사 ἀκοσμεῖσθαι

긁어지는 것

분사 남성여성중성
ἀκοσμουμενος

ἀκοσμουμενου

ἀκοσμουμενη

ἀκοσμουμενης

ἀκοσμουμενον

ἀκοσμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠκόσμουν

(나는) 긁고 있었다

ἠκόσμεις

(너는) 긁고 있었다

ἠκόσμειν*

(그는) 긁고 있었다

쌍수 ἠκοσμεῖτον

(너희 둘은) 긁고 있었다

ἠκοσμείτην

(그 둘은) 긁고 있었다

복수 ἠκοσμοῦμεν

(우리는) 긁고 있었다

ἠκοσμεῖτε

(너희는) 긁고 있었다

ἠκόσμουν

(그들은) 긁고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠκοσμούμην

(나는) 긁어지고 있었다

ἠκοσμοῦ

(너는) 긁어지고 있었다

ἠκοσμεῖτο

(그는) 긁어지고 있었다

쌍수 ἠκοσμεῖσθον

(너희 둘은) 긁어지고 있었다

ἠκοσμείσθην

(그 둘은) 긁어지고 있었다

복수 ἠκοσμούμεθα

(우리는) 긁어지고 있었다

ἠκοσμεῖσθε

(너희는) 긁어지고 있었다

ἠκοσμοῦντο

(그들은) 긁어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα ἑώρων γύναιόν τι οὐχ ἁπλοϊκόν, εἰ καὶ ὅτι μάλιστα εἰσ τὸ ἀφελὲσ καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἀλλὰ κατεφάνη μοι αὐτίκα οὐδὲ τὸ ἄνετον δοκοῦν τῆσ κόμησ ἀκαλλώπιστον ἐῶσα οὐδὲ τοῦ ἱματίου τὴν ἀναβολὴν ἀνεπιτηδεύτωσ περιστέλλουσα· (Lucian, Piscator, (no name) 12:2)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 12:2)

  • οἱ μὲν οὖν ἀρχαῖοι πάνυ καὶ ἀπ’ αὐτῶν μόνον γινωσκόμενοι τῶν ὀνομάτων ποίαν τινὰ λέξιν ἐπετήδευσαν, οὐκ ἔχω συμβαλεῖν, πότερα τὴν λιτὴν καὶ ἀκόσμητον καὶ μηδὲν ἔχουσαν περιττόν, ἀλλ’ αὐτὰ τὰ χρήσιμα καὶ ἀναγκαῖα, ἢ τὴν πομπικὴν καὶ ἀξιωματικὴν καὶ ἐγκατάσκευον καὶ τοὺσ ἐπιθέτουσ προσειληφυῖαν κόσμουσ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 233)

    (디오니시오스, , chapter 233)

  • ἐγὼ δὲ οὔτε αὐχμηρὰν καὶ ἀκόσμητον καὶ ἰδιωτικὴν τὴν ἱστορικὴν εἶναι πραγματείαν ἀξιώσαιμ’ ἄν, ἀλλ’ ἔχουσάν τι καὶ ποιητικόν· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 51 1:2)

    (디오니시오스, , chapter 51 1:2)

  • καὶ εἰσ μὲν τὸ διδάξαι τὸν ἀκροατὴν σαφέστατα, ὅ τι βούλοιτο, τὴν ἁπλῆν καὶ ἀκόσμητον ἑρμηνείαν ἐπιτηδεύει τὴν Λυσίου, εἰσ δὲ τὸ καταπλήξασθαι τῷ κάλλει τῶν ὀνομάτων σεμνότητά τε καὶ μεγαληγορίαν περιθεῖναι τοῖσ πράγμασι τὴν ἐπίθετον καὶ κατεσκευασμένην φράσιν τῶν περὶ Γοργίαν ἐκμέμακται. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 4 1:2)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 4 1:2)

  • Πραξιτέλησ μὲν γὰρ ἢ Φειδίασ ἤ τισ ἄλλοσ ἀγαλματοποιὸσ ἔξωθεν μόνον ἐκόσμουν τὰσ ὕλασ, καθὰ καὶ ψαύειν αὐτῶν ἠδύναντο, τὸ βάθοσ δ’ ἀκόσμητον καὶ ἀργὸν καὶ ἄτεχνον καὶ ἀπρονόητον ἀπέλιπον, ὡσ ἂν μὴ δυνάμενοι κατελθεῖν εἰσ αὐτὸ καὶ καταδῦναι καὶ θιγεῖν ἁπάντων τῆσ ὕλησ τῶν μερῶν. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 39)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 39)

유의어

  1. 긁다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION