헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγκάλη

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγκάλη ἀγκάλης

형태분석: ἀγκαλ (어간) + η (어미)

어원: a)/gkos

  1. 굽은 팔
  2. (비유적으로) 접힌 것
  1. the bent arm
  2. (figuratively) anything closely enfolding

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀγκάλη

굽은 팔이

ἀγκάλᾱ

굽은 팔들이

ἀγκάλαι

굽은 팔들이

속격 ἀγκάλης

굽은 팔의

ἀγκάλαιν

굽은 팔들의

ἀγκαλῶν

굽은 팔들의

여격 ἀγκάλῃ

굽은 팔에게

ἀγκάλαιν

굽은 팔들에게

ἀγκάλαις

굽은 팔들에게

대격 ἀγκάλην

굽은 팔을

ἀγκάλᾱ

굽은 팔들을

ἀγκάλᾱς

굽은 팔들을

호격 ἀγκάλη

굽은 팔아

ἀγκάλᾱ

굽은 팔들아

ἀγκάλαι

굽은 팔들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ε καὶ μετέβαλεν ὁ Θεὸσ τὸ πνεῦμα τοῦ βασιλέωσ εἰσ πραΰτητα, καὶ ἀγωνιάσασ ἀνεπήδησεν ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ ἀνέλαβεν αὐτὴν ἐπὶ τὰσ ἀγκάλασ αὐτοῦ, μέχρισ οὗ κατέστη, καὶ παρεκάλει αὐτὴν λόγοισ εἰρηνικοῖσ καὶ εἶπεν αὐτῇ. (Septuagint, Liber Esther 5:6)

    (70인역 성경, 에스테르기 5:6)

  • δὸσ τούσδε τύμβῳ καὶ περίστειλον νεκροὺσ δακρύοισι τιμῶν ‐ ἐμὲ γὰρ οὐκ ἐᾷ νόμοσ ‐ πρὸσ στέρν’ ἐρείσασ μητρὶ δούσ τ’ ἐσ ἀγκάλασ, κοινωνίαν δύστηνον, ἣν ἐγὼ τάλασ διώλεσ’ ἄκων. (Euripides, Heracles, episode, lyric 4:14)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 4:14)

  • ἰὼ γύναι, πόθεν πόθεν ἔλαβεσ ἐμὸν βρέφοσ ἐσ ἀγκάλασ; (Euripides, Ion, episode, lyric8)

    (에우리피데스, Ion, episode, lyric8)

  • ἐπεὶ δ’ ἔτικτεσ τόνδε παῖδα κἀπέθου ἐν σπαργάνοισιν, ἁρπάσαντ’ ἐσ ἀγκάλασ Ἑρμῆν κελεύει δεῦρο πορθμεῦσαι βρέφοσ, ἔθρεψέ τ’ οὐδ’ εἰάσεν ἐκπνεῦσαι βίον. (Euripides, Ion, episode, iambic 3:13)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambic 3:13)

  • δοῦναι κελεύσω πορθμίδ’, ᾗ καθήσομαι κόσμον τάφῳ σῷ πελαγίουσ ἐσ ἀγκάλασ. (Euripides, Helen, episode, dialogue 17:25)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 17:25)

유의어

  1. 굽은 팔

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION