헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγελαρχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγελαρχέω

형태분석: ἀγελαρχέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from a)gela/rxhs

  1. to lead a company

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγελάρχω

ἀγελάρχεις

ἀγελάρχει

쌍수 ἀγελάρχειτον

ἀγελάρχειτον

복수 ἀγελάρχουμεν

ἀγελάρχειτε

ἀγελάρχουσιν*

접속법단수 ἀγελάρχω

ἀγελάρχῃς

ἀγελάρχῃ

쌍수 ἀγελάρχητον

ἀγελάρχητον

복수 ἀγελάρχωμεν

ἀγελάρχητε

ἀγελάρχωσιν*

기원법단수 ἀγελάρχοιμι

ἀγελάρχοις

ἀγελάρχοι

쌍수 ἀγελάρχοιτον

ἀγελαρχοίτην

복수 ἀγελάρχοιμεν

ἀγελάρχοιτε

ἀγελάρχοιεν

명령법단수 ἀγελᾶρχει

ἀγελαρχεῖτω

쌍수 ἀγελάρχειτον

ἀγελαρχεῖτων

복수 ἀγελάρχειτε

ἀγελαρχοῦντων, ἀγελαρχεῖτωσαν

부정사 ἀγελάρχειν

분사 남성여성중성
ἀγελαρχων

ἀγελαρχουντος

ἀγελαρχουσα

ἀγελαρχουσης

ἀγελαρχουν

ἀγελαρχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγελάρχουμαι

ἀγελάρχει, ἀγελάρχῃ

ἀγελάρχειται

쌍수 ἀγελάρχεισθον

ἀγελάρχεισθον

복수 ἀγελαρχοῦμεθα

ἀγελάρχεισθε

ἀγελάρχουνται

접속법단수 ἀγελάρχωμαι

ἀγελάρχῃ

ἀγελάρχηται

쌍수 ἀγελάρχησθον

ἀγελάρχησθον

복수 ἀγελαρχώμεθα

ἀγελάρχησθε

ἀγελάρχωνται

기원법단수 ἀγελαρχοίμην

ἀγελάρχοιο

ἀγελάρχοιτο

쌍수 ἀγελάρχοισθον

ἀγελαρχοίσθην

복수 ἀγελαρχοίμεθα

ἀγελάρχοισθε

ἀγελάρχοιντο

명령법단수 ἀγελάρχου

ἀγελαρχεῖσθω

쌍수 ἀγελάρχεισθον

ἀγελαρχεῖσθων

복수 ἀγελάρχεισθε

ἀγελαρχεῖσθων, ἀγελαρχεῖσθωσαν

부정사 ἀγελάρχεισθαι

분사 남성여성중성
ἀγελαρχουμενος

ἀγελαρχουμενου

ἀγελαρχουμενη

ἀγελαρχουμενης

ἀγελαρχουμενον

ἀγελαρχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to lead a company

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION