Ancient Greek-English Dictionary Language

Πηλιακός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Πηλιακός Πηλιακή Πηλιακόν

Structure: Πηλιακ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: Ph/lion

Sense

  1. Pelian, of or from Mount Pelion

Examples

  • εἰσ εἰκόνα Τηλέφου τετρωμένου οὗτοσ ὁ Τευθρανίασ πρόμοσ ἄσχετοσ, οὗτοσ ὁ τὸ πρὶν Τήλεφοσ αἱμάξασ φρικτὸν Ἄρη Δαναῶν, Μυσὸν ὅτε πλήθοντα φόνῳ ἐκέρασσε Κάυκον, οὗτοσ ὁ Πηλιακοῦ δούρατοσ ἀντίπαλοσ, νῦν ὀλοὸν μηρῷ κεύθων βάροσ, οἱᾶ λιπόπνουσ τήκεται, ἐμψύχῳ σαρκὶ συνελκόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1101)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION