- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

Διοτρεφής?

Third declension Adjective; Transliteration: Diotrephēs

Principal Part: Διοτρεφής Διοτρεφές

Structure: Διοτρεφη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: τρέφω

Sense

  1. cherished by Zeus

Examples

  • ἡρ´ως ὦ Ιὄλαε, διοτρεφές, οὐκέτι τηλοῦ ὑσμίνη τρηχεῖα: (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 10:1)
  • μαντείην δέ, φέριστε, διοτρεφές, ἣν ἐρεείνεις, οὔτε σὲ θέσφατόν ἐστι δαήμεναι οὔτε τιν ἄλλον ἀθανάτων: (Anonymous, Homeric Hymns, 55:7)
  • εἰσορόω γὰρ ἄγαλμα διοτρεφές: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4742)
  • "ξείνω δή τινε τώδε, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε, ἄνδρε δύω, γενεῇ δὲ Διὸς μεγάλοιο ἐίκτον. (Homer, Odyssey, Book 4 3:1)
  • "ἴδμεν δή, Μενέλαε διοτρεφές, οἵ τινες οἵδε ἀνδρῶν εὐχετόωνται ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ· (Homer, Odyssey, Book 4 15:1)
  • ἀλλ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρέφης οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς. (IWANOU G, chapter 1 12:2)
  • τοῦ δ ἐνιαυσίου χρόνου διεληλυθότος Ἀθήνησι μὲν ἦρχε Διοτρέφης, ἐν Ῥώμῃ δ ὕπατοι κατεστάθησαν Λεύκιος Οὐαλέριος καὶ Αὖλος Μάλλιος, παρὰ δ Ἠλείοις Ὀλυμπιὰς ἤχθη ἐνενηκοστὴ ἐνάτη, καθ ἣν ἐνίκα στάδιον Δίκων Συρακόσιος. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 13 9:1)
  • σοφιστὴς δὲ παρὰ τούτοις ἔνδοξος γεγένηται Διοτρέφης, οὗ διήκουσεν Ὑβρέας ὁ καθ ἡμᾶς γενόμενος μέγιστος ῥήτωρ. (Strabo, Geography, Book 13, chapter 4 26:9)

Synonyms

  1. cherished by Zeus

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION