헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σφήξ

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σφήξ σφηκός

형태분석: σφηκ (어간) + ς (어미)

  1. 말벌, 벌
  1. wasp

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σφήξ

말벌이

σφῆκε

말벌들이

σφῆκες

말벌들이

속격 σφηκός

말벌의

σφηκοῖν

말벌들의

σφηκῶν

말벌들의

여격 σφηκί

말벌에게

σφηκοῖν

말벌들에게

σφηξίν*

말벌들에게

대격 σφῆκα

말벌을

σφῆκε

말벌들을

σφῆκας

말벌들을

호격 σφήξ

말벌아

σφῆκε

말벌들아

σφῆκες

말벌들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ καὶ τούτων ὡσ ἀνθρώπων ἐφείσω ἀπέστειλάσ τε προδρόμουσ τοῦ στρατοπέδου σου σφῆκασ, ἵνα αὐτοὺσ κατὰ βραχὺ ἐξολοθρεύσωσιν. (Septuagint, Liber Sapientiae 12:8)

    (70인역 성경, 지혜서 12:8)

  • ὁρῶ ποικίλην τινὰ τὴν διατριβὴν καὶ μεστὸν ταραχῆσ τὸν βίον καὶ τὰσ πόλεισ γε αὐτῶν ἐοικυίασ τοῖσ σμήνεσιν, ἐν οἷσ ἅπασ μὲν ἴδιόν τι κέντρον ἔχει καὶ τὸν πλησίον κεντεῖ, ὀλίγοι δέ τινεσ ὥσπερ σφῆκεσ ἄγουσι καὶ φέρουσι τὸ ὑποδεέστερον. (Lucian, Contemplantes, (no name) 15:3)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 15:3)

  • ἡ δὲ πτῆσισ οὔτε κατὰ τὰσ νυκτερίδασ εἰρεσίᾳ συνεχεῖ τῶν πτερῶν οὔτε κατὰ τὰσ ἀκρίδασ μετὰ πηδήματοσ οὔτε ὡσ οἱ σφῆκεσ μετὰ ῥοιζήματοσ, ἀλλ’ εὐκαμπὴσ πρὸσ ὅ τι ἂν μέροσ ὁρμήσῃ τοῦ ἀέροσ· (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 2:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 2:1)

  • καὶ μὴν κἀκεῖνο πρόσεστιν αὐτῇ, τὸ μὴ καθ’ ἡσυχίαν, ἀλλὰ μετ’ ᾠδῆσ πέτεσθαι οὐκ ἀπηνοῦσ οἱά κωνώπων καὶ ἐμπίδων, οὐδὲ τὸ βαρύβρομον τῶν μελιττῶν ἢ τῶν σφηκῶν τὸ φοβερὸν καὶ ἀπειλητικὸν ἐνδεικνυμένησ, ἀλλὰ τοσοῦτόν ἐστι λιγυρωτέρα, ὅσον σάλπιγγοσ καὶ κυμβάλων αὐλοὶ μελιχρότεροι. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 2:2)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 2:2)

  • στέρνον εὐπαγέσ, καὶ ἐμπεφύκασιν αὐτῇ τῇ ἐντομῇ οἱ πόδεσ οὐ κατὰ τοὺσ σφῆκασ πάνυ ἐσφιγμένῃ. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 3:2)

  • ἀμύνεται μέντοι οὐ κατὰ τοὐρροπύγιον ὡσ σφὴξ καὶ μέλιττα, ἀλλὰ τῷ στόματι καὶ τῇ προβοσκίδι, ἣν κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖσ ἐλέφασι καὶ αὐτὴ ἔχουσα προνομεύει τε καὶ ἐπιλαμβάνεται καὶ προσφῦσα κατέχει κοτυληδόνι κατὰ τὸ ἄκρον ἐοικυῖαν. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 3:4)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 3:4)

  • εἰ γενναίωσ πάσχει, καὶ προσκερδαίνων καὶ προσωφελούμενοσ ἀπέρχεται, ἐκεῖνοσ δὲ βλαπτόμενόσ ἐστιν ὁ τὰ οἰκτρότατα πάσχων καὶ αἴσχιστα, ὁ ἀντὶ ἀνθρώπου λύκοσ γινόμενοσ ἢ ἔχισ ἢ σφήξ; (Epictetus, Works, book 4, 127:3)

    (에픽테토스, Works, book 4, 127:3)

유의어

  1. 말벌

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION