헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσοικειόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσοικειόω προσοικειώσω

형태분석: προς (접두사) + οἰκειό (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다, 전념하다, 편안해지다
  1. to assign to, as his own, associated, with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοικείω

(나는) ~와 비교한다

προσοικείοις

(너는) ~와 비교한다

προσοικείοι

(그는) ~와 비교한다

쌍수 προσοικείουτον

(너희 둘은) ~와 비교한다

προσοικείουτον

(그 둘은) ~와 비교한다

복수 προσοικείουμεν

(우리는) ~와 비교한다

προσοικείουτε

(너희는) ~와 비교한다

προσοικείουσιν*

(그들은) ~와 비교한다

접속법단수 προσοικείω

(나는) ~와 비교하자

προσοικείοις

(너는) ~와 비교하자

προσοικείοι

(그는) ~와 비교하자

쌍수 προσοικείωτον

(너희 둘은) ~와 비교하자

προσοικείωτον

(그 둘은) ~와 비교하자

복수 προσοικείωμεν

(우리는) ~와 비교하자

προσοικείωτε

(너희는) ~와 비교하자

προσοικείωσιν*

(그들은) ~와 비교하자

기원법단수 προσοικείοιμι

(나는) ~와 비교하기를 (바라다)

προσοικείοις

(너는) ~와 비교하기를 (바라다)

προσοικείοι

(그는) ~와 비교하기를 (바라다)

쌍수 προσοικείοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

προσοικειοίτην

(그 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

복수 προσοικείοιμεν

(우리는) ~와 비교하기를 (바라다)

προσοικείοιτε

(너희는) ~와 비교하기를 (바라다)

προσοικείοιεν

(그들은) ~와 비교하기를 (바라다)

명령법단수 προσοικεῖου

(너는) ~와 비교해라

προσοικειοῦτω

(그는) ~와 비교해라

쌍수 προσοικείουτον

(너희 둘은) ~와 비교해라

προσοικειοῦτων

(그 둘은) ~와 비교해라

복수 προσοικείουτε

(너희는) ~와 비교해라

προσοικειοῦντων, προσοικειοῦτωσαν

(그들은) ~와 비교해라

부정사 προσοικείουν

~와 비교하는 것

분사 남성여성중성
προσοικειων

προσοικειουντος

προσοικειουσα

προσοικειουσης

προσοικειουν

προσοικειουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοικείουμαι

(나는) ~와 비교된다

προσοικείοι

(너는) ~와 비교된다

προσοικείουται

(그는) ~와 비교된다

쌍수 προσοικείουσθον

(너희 둘은) ~와 비교된다

προσοικείουσθον

(그 둘은) ~와 비교된다

복수 προσοικειοῦμεθα

(우리는) ~와 비교된다

προσοικείουσθε

(너희는) ~와 비교된다

προσοικείουνται

(그들은) ~와 비교된다

접속법단수 προσοικείωμαι

(나는) ~와 비교되자

προσοικείοι

(너는) ~와 비교되자

προσοικείωται

(그는) ~와 비교되자

쌍수 προσοικείωσθον

(너희 둘은) ~와 비교되자

προσοικείωσθον

(그 둘은) ~와 비교되자

복수 προσοικειώμεθα

(우리는) ~와 비교되자

προσοικείωσθε

(너희는) ~와 비교되자

προσοικείωνται

(그들은) ~와 비교되자

기원법단수 προσοικειοίμην

(나는) ~와 비교되기를 (바라다)

προσοικείοιο

(너는) ~와 비교되기를 (바라다)

προσοικείοιτο

(그는) ~와 비교되기를 (바라다)

쌍수 προσοικείοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

προσοικειοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

복수 προσοικειοίμεθα

(우리는) ~와 비교되기를 (바라다)

προσοικείοισθε

(너희는) ~와 비교되기를 (바라다)

προσοικείοιντο

(그들은) ~와 비교되기를 (바라다)

명령법단수 προσοικείου

(너는) ~와 비교되어라

προσοικειοῦσθω

(그는) ~와 비교되어라

쌍수 προσοικείουσθον

(너희 둘은) ~와 비교되어라

προσοικειοῦσθων

(그 둘은) ~와 비교되어라

복수 προσοικείουσθε

(너희는) ~와 비교되어라

προσοικειοῦσθων, προσοικειοῦσθωσαν

(그들은) ~와 비교되어라

부정사 προσοικείουσθαι

~와 비교되는 것

분사 남성여성중성
προσοικειουμενος

προσοικειουμενου

προσοικειουμενη

προσοικειουμενης

προσοικειουμενον

προσοικειουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοικειώσω

(나는) ~와 비교하겠다

προσοικειώσεις

(너는) ~와 비교하겠다

προσοικειώσει

(그는) ~와 비교하겠다

쌍수 προσοικειώσετον

(너희 둘은) ~와 비교하겠다

προσοικειώσετον

(그 둘은) ~와 비교하겠다

복수 προσοικειώσομεν

(우리는) ~와 비교하겠다

προσοικειώσετε

(너희는) ~와 비교하겠다

προσοικειώσουσιν*

(그들은) ~와 비교하겠다

기원법단수 προσοικειώσοιμι

(나는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

προσοικειώσοις

(너는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

προσοικειώσοι

(그는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

쌍수 προσοικειώσοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

προσοικειωσοίτην

(그 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

복수 προσοικειώσοιμεν

(우리는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

προσοικειώσοιτε

(너희는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

προσοικειώσοιεν

(그들은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

부정사 προσοικειώσειν

~와 비교할 것

분사 남성여성중성
προσοικειωσων

προσοικειωσοντος

προσοικειωσουσα

προσοικειωσουσης

προσοικειωσον

προσοικειωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοικειώσομαι

(나는) ~와 비교되겠다

προσοικειώσει, προσοικειώσῃ

(너는) ~와 비교되겠다

προσοικειώσεται

(그는) ~와 비교되겠다

쌍수 προσοικειώσεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되겠다

προσοικειώσεσθον

(그 둘은) ~와 비교되겠다

복수 προσοικειωσόμεθα

(우리는) ~와 비교되겠다

προσοικειώσεσθε

(너희는) ~와 비교되겠다

προσοικειώσονται

(그들은) ~와 비교되겠다

기원법단수 προσοικειωσοίμην

(나는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

προσοικειώσοιο

(너는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

προσοικειώσοιτο

(그는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

쌍수 προσοικειώσοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

προσοικειωσοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

복수 προσοικειωσοίμεθα

(우리는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

προσοικειώσοισθε

(너희는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

προσοικειώσοιντο

(그들은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

부정사 προσοικειώσεσθαι

~와 비교될 것

분사 남성여성중성
προσοικειωσομενος

προσοικειωσομενου

προσοικειωσομενη

προσοικειωσομενης

προσοικειωσομενον

προσοικειωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῴκειουν

(나는) ~와 비교하고 있었다

προσῴκειους

(너는) ~와 비교하고 있었다

προσῴκειουν*

(그는) ~와 비교하고 있었다

쌍수 προσῳκεῖουτον

(너희 둘은) ~와 비교하고 있었다

προσῳκείουτην

(그 둘은) ~와 비교하고 있었다

복수 προσῳκεῖουμεν

(우리는) ~와 비교하고 있었다

προσῳκεῖουτε

(너희는) ~와 비교하고 있었다

προσῴκειουν

(그들은) ~와 비교하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῳκείουμην

(나는) ~와 비교되고 있었다

προσῳκεῖου

(너는) ~와 비교되고 있었다

προσῳκεῖουτο

(그는) ~와 비교되고 있었다

쌍수 προσῳκεῖουσθον

(너희 둘은) ~와 비교되고 있었다

προσῳκείουσθην

(그 둘은) ~와 비교되고 있었다

복수 προσῳκείουμεθα

(우리는) ~와 비교되고 있었다

προσῳκεῖουσθε

(너희는) ~와 비교되고 있었다

προσῳκεῖουντο

(그들은) ~와 비교되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION