헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκυνέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκυνέω προσκυνήσω προσεκύνησα

형태분석: προς (접두사) + κυνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 숭배하다, 숭상하다, 우러르다, 경외하다, 공경하다
  1. to make obeisance to the gods, fall down and worship, worship, adore
  2. to prostrate oneself before a king or superior

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκυνῶ

(나는) 숭배한다

προσκυνεῖς

(너는) 숭배한다

προσκυνεῖ

(그는) 숭배한다

쌍수 προσκυνεῖτον

(너희 둘은) 숭배한다

προσκυνεῖτον

(그 둘은) 숭배한다

복수 προσκυνοῦμεν

(우리는) 숭배한다

προσκυνεῖτε

(너희는) 숭배한다

προσκυνοῦσιν*

(그들은) 숭배한다

접속법단수 προσκυνῶ

(나는) 숭배하자

προσκυνῇς

(너는) 숭배하자

προσκυνῇ

(그는) 숭배하자

쌍수 προσκυνῆτον

(너희 둘은) 숭배하자

προσκυνῆτον

(그 둘은) 숭배하자

복수 προσκυνῶμεν

(우리는) 숭배하자

προσκυνῆτε

(너희는) 숭배하자

προσκυνῶσιν*

(그들은) 숭배하자

기원법단수 προσκυνοῖμι

(나는) 숭배하기를 (바라다)

προσκυνοῖς

(너는) 숭배하기를 (바라다)

προσκυνοῖ

(그는) 숭배하기를 (바라다)

쌍수 προσκυνοῖτον

(너희 둘은) 숭배하기를 (바라다)

προσκυνοίτην

(그 둘은) 숭배하기를 (바라다)

복수 προσκυνοῖμεν

(우리는) 숭배하기를 (바라다)

προσκυνοῖτε

(너희는) 숭배하기를 (바라다)

προσκυνοῖεν

(그들은) 숭배하기를 (바라다)

명령법단수 προσκύνει

(너는) 숭배해라

προσκυνείτω

(그는) 숭배해라

쌍수 προσκυνεῖτον

(너희 둘은) 숭배해라

προσκυνείτων

(그 둘은) 숭배해라

복수 προσκυνεῖτε

(너희는) 숭배해라

προσκυνούντων, προσκυνείτωσαν

(그들은) 숭배해라

부정사 προσκυνεῖν

숭배하는 것

분사 남성여성중성
προσκυνων

προσκυνουντος

προσκυνουσα

προσκυνουσης

προσκυνουν

προσκυνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκυνοῦμαι

(나는) 숭배된다

προσκυνεῖ, προσκυνῇ

(너는) 숭배된다

προσκυνεῖται

(그는) 숭배된다

쌍수 προσκυνεῖσθον

(너희 둘은) 숭배된다

προσκυνεῖσθον

(그 둘은) 숭배된다

복수 προσκυνούμεθα

(우리는) 숭배된다

προσκυνεῖσθε

(너희는) 숭배된다

προσκυνοῦνται

(그들은) 숭배된다

접속법단수 προσκυνῶμαι

(나는) 숭배되자

προσκυνῇ

(너는) 숭배되자

προσκυνῆται

(그는) 숭배되자

쌍수 προσκυνῆσθον

(너희 둘은) 숭배되자

προσκυνῆσθον

(그 둘은) 숭배되자

복수 προσκυνώμεθα

(우리는) 숭배되자

προσκυνῆσθε

(너희는) 숭배되자

προσκυνῶνται

(그들은) 숭배되자

기원법단수 προσκυνοίμην

(나는) 숭배되기를 (바라다)

προσκυνοῖο

(너는) 숭배되기를 (바라다)

προσκυνοῖτο

(그는) 숭배되기를 (바라다)

쌍수 προσκυνοῖσθον

(너희 둘은) 숭배되기를 (바라다)

προσκυνοίσθην

(그 둘은) 숭배되기를 (바라다)

복수 προσκυνοίμεθα

(우리는) 숭배되기를 (바라다)

προσκυνοῖσθε

(너희는) 숭배되기를 (바라다)

προσκυνοῖντο

(그들은) 숭배되기를 (바라다)

명령법단수 προσκυνοῦ

(너는) 숭배되어라

προσκυνείσθω

(그는) 숭배되어라

쌍수 προσκυνεῖσθον

(너희 둘은) 숭배되어라

προσκυνείσθων

(그 둘은) 숭배되어라

복수 προσκυνεῖσθε

(너희는) 숭배되어라

προσκυνείσθων, προσκυνείσθωσαν

(그들은) 숭배되어라

부정사 προσκυνεῖσθαι

숭배되는 것

분사 남성여성중성
προσκυνουμενος

προσκυνουμενου

προσκυνουμενη

προσκυνουμενης

προσκυνουμενον

προσκυνουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκυνήσω

(나는) 숭배하겠다

προσκυνήσεις

(너는) 숭배하겠다

προσκυνήσει

(그는) 숭배하겠다

쌍수 προσκυνήσετον

(너희 둘은) 숭배하겠다

προσκυνήσετον

(그 둘은) 숭배하겠다

복수 προσκυνήσομεν

(우리는) 숭배하겠다

προσκυνήσετε

(너희는) 숭배하겠다

προσκυνήσουσιν*

(그들은) 숭배하겠다

기원법단수 προσκυνήσοιμι

(나는) 숭배하겠기를 (바라다)

προσκυνήσοις

(너는) 숭배하겠기를 (바라다)

προσκυνήσοι

(그는) 숭배하겠기를 (바라다)

쌍수 προσκυνήσοιτον

(너희 둘은) 숭배하겠기를 (바라다)

προσκυνησοίτην

(그 둘은) 숭배하겠기를 (바라다)

복수 προσκυνήσοιμεν

(우리는) 숭배하겠기를 (바라다)

προσκυνήσοιτε

(너희는) 숭배하겠기를 (바라다)

προσκυνήσοιεν

(그들은) 숭배하겠기를 (바라다)

부정사 προσκυνήσειν

숭배할 것

분사 남성여성중성
προσκυνησων

προσκυνησοντος

προσκυνησουσα

προσκυνησουσης

προσκυνησον

προσκυνησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκυνήσομαι

(나는) 숭배되겠다

προσκυνήσει, προσκυνήσῃ

(너는) 숭배되겠다

προσκυνήσεται

(그는) 숭배되겠다

쌍수 προσκυνήσεσθον

(너희 둘은) 숭배되겠다

προσκυνήσεσθον

(그 둘은) 숭배되겠다

복수 προσκυνησόμεθα

(우리는) 숭배되겠다

προσκυνήσεσθε

(너희는) 숭배되겠다

προσκυνήσονται

(그들은) 숭배되겠다

기원법단수 προσκυνησοίμην

(나는) 숭배되겠기를 (바라다)

προσκυνήσοιο

(너는) 숭배되겠기를 (바라다)

προσκυνήσοιτο

(그는) 숭배되겠기를 (바라다)

쌍수 προσκυνήσοισθον

(너희 둘은) 숭배되겠기를 (바라다)

προσκυνησοίσθην

(그 둘은) 숭배되겠기를 (바라다)

복수 προσκυνησοίμεθα

(우리는) 숭배되겠기를 (바라다)

προσκυνήσοισθε

(너희는) 숭배되겠기를 (바라다)

προσκυνήσοιντο

(그들은) 숭배되겠기를 (바라다)

부정사 προσκυνήσεσθαι

숭배될 것

분사 남성여성중성
προσκυνησομενος

προσκυνησομενου

προσκυνησομενη

προσκυνησομενης

προσκυνησομενον

προσκυνησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκύνουν

(나는) 숭배하고 있었다

προσεκύνεις

(너는) 숭배하고 있었다

προσεκύνειν*

(그는) 숭배하고 있었다

쌍수 προσεκυνεῖτον

(너희 둘은) 숭배하고 있었다

προσεκυνείτην

(그 둘은) 숭배하고 있었다

복수 προσεκυνοῦμεν

(우리는) 숭배하고 있었다

προσεκυνεῖτε

(너희는) 숭배하고 있었다

προσεκύνουν

(그들은) 숭배하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκυνούμην

(나는) 숭배되고 있었다

προσεκυνοῦ

(너는) 숭배되고 있었다

προσεκυνεῖτο

(그는) 숭배되고 있었다

쌍수 προσεκυνεῖσθον

(너희 둘은) 숭배되고 있었다

προσεκυνείσθην

(그 둘은) 숭배되고 있었다

복수 προσεκυνούμεθα

(우리는) 숭배되고 있었다

προσεκυνεῖσθε

(너희는) 숭배되고 있었다

προσεκυνοῦντο

(그들은) 숭배되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκύνησα

(나는) 숭배했다

προσεκύνησας

(너는) 숭배했다

προσεκύνησεν*

(그는) 숭배했다

쌍수 προσεκυνήσατον

(너희 둘은) 숭배했다

προσεκυνησάτην

(그 둘은) 숭배했다

복수 προσεκυνήσαμεν

(우리는) 숭배했다

προσεκυνήσατε

(너희는) 숭배했다

προσεκύνησαν

(그들은) 숭배했다

접속법단수 προσκυνήσω

(나는) 숭배했자

προσκυνήσῃς

(너는) 숭배했자

προσκυνήσῃ

(그는) 숭배했자

쌍수 προσκυνήσητον

(너희 둘은) 숭배했자

προσκυνήσητον

(그 둘은) 숭배했자

복수 προσκυνήσωμεν

(우리는) 숭배했자

προσκυνήσητε

(너희는) 숭배했자

προσκυνήσωσιν*

(그들은) 숭배했자

기원법단수 προσκυνήσαιμι

(나는) 숭배했기를 (바라다)

προσκυνήσαις

(너는) 숭배했기를 (바라다)

προσκυνήσαι

(그는) 숭배했기를 (바라다)

쌍수 προσκυνήσαιτον

(너희 둘은) 숭배했기를 (바라다)

προσκυνησαίτην

(그 둘은) 숭배했기를 (바라다)

복수 προσκυνήσαιμεν

(우리는) 숭배했기를 (바라다)

προσκυνήσαιτε

(너희는) 숭배했기를 (바라다)

προσκυνήσαιεν

(그들은) 숭배했기를 (바라다)

명령법단수 προσκύνησον

(너는) 숭배했어라

προσκυνησάτω

(그는) 숭배했어라

쌍수 προσκυνήσατον

(너희 둘은) 숭배했어라

προσκυνησάτων

(그 둘은) 숭배했어라

복수 προσκυνήσατε

(너희는) 숭배했어라

προσκυνησάντων

(그들은) 숭배했어라

부정사 προσκυνήσαι

숭배했는 것

분사 남성여성중성
προσκυνησᾱς

προσκυνησαντος

προσκυνησᾱσα

προσκυνησᾱσης

προσκυνησαν

προσκυνησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκυνησάμην

(나는) 숭배되었다

προσεκυνήσω

(너는) 숭배되었다

προσεκυνήσατο

(그는) 숭배되었다

쌍수 προσεκυνήσασθον

(너희 둘은) 숭배되었다

προσεκυνησάσθην

(그 둘은) 숭배되었다

복수 προσεκυνησάμεθα

(우리는) 숭배되었다

προσεκυνήσασθε

(너희는) 숭배되었다

προσεκυνήσαντο

(그들은) 숭배되었다

접속법단수 προσκυνήσωμαι

(나는) 숭배되었자

προσκυνήσῃ

(너는) 숭배되었자

προσκυνήσηται

(그는) 숭배되었자

쌍수 προσκυνήσησθον

(너희 둘은) 숭배되었자

προσκυνήσησθον

(그 둘은) 숭배되었자

복수 προσκυνησώμεθα

(우리는) 숭배되었자

προσκυνήσησθε

(너희는) 숭배되었자

προσκυνήσωνται

(그들은) 숭배되었자

기원법단수 προσκυνησαίμην

(나는) 숭배되었기를 (바라다)

προσκυνήσαιο

(너는) 숭배되었기를 (바라다)

προσκυνήσαιτο

(그는) 숭배되었기를 (바라다)

쌍수 προσκυνήσαισθον

(너희 둘은) 숭배되었기를 (바라다)

προσκυνησαίσθην

(그 둘은) 숭배되었기를 (바라다)

복수 προσκυνησαίμεθα

(우리는) 숭배되었기를 (바라다)

προσκυνήσαισθε

(너희는) 숭배되었기를 (바라다)

προσκυνήσαιντο

(그들은) 숭배되었기를 (바라다)

명령법단수 προσκύνησαι

(너는) 숭배되었어라

προσκυνησάσθω

(그는) 숭배되었어라

쌍수 προσκυνήσασθον

(너희 둘은) 숭배되었어라

προσκυνησάσθων

(그 둘은) 숭배되었어라

복수 προσκυνήσασθε

(너희는) 숭배되었어라

προσκυνησάσθων

(그들은) 숭배되었어라

부정사 προσκυνήσεσθαι

숭배되었는 것

분사 남성여성중성
προσκυνησαμενος

προσκυνησαμενου

προσκυνησαμενη

προσκυνησαμενης

προσκυνησαμενον

προσκυνησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΗΛΘΟΝ δὲ οἱ δύο ἄγγελοι εἰσ Σόδομα ἑσπέρασ. Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰσ συνάντησιν αὐτοῖσ καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν. (Septuagint, Liber Genesis 19:1)

    (70인역 성경, 창세기 19:1)

  • ἀναστὰσ δὲ Ἁβραὰμ προσεκύνησε τῷ λαῷ τῆσ γῆσ, τοῖσ υἱοῖσ τοῦ Χέτ, (Septuagint, Liber Genesis 23:7)

    (70인역 성경, 창세기 23:7)

  • καὶ εὐδοκήσασ ὁ ἄνθρωποσ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν. (Septuagint, Liber Genesis 24:26)

    (70인역 성경, 창세기 24:26)

  • καὶ εὐδοκήσασ προσεκύνησα τῷ Κυρίῳ καὶ εὐλόγησα Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃσ εὐώδωσέ με ἐν ὁδῷ ἀληθείασ, λαβεῖν τὴν θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου τῷ υἱῷ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 24:48)

    (70인역 성경, 창세기 24:48)

  • καὶ προσήγγισαν αἱ παιδίσκαι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν, (Septuagint, Liber Genesis 33:6)

    (70인역 성경, 창세기 33:6)

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION