헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρεμπολάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρεμπολάω παρεμπολήσω

형태분석: παρ (접두사) + ἐμπολά (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다, ~에 원인이 있다
  1. to traffic underhand in, to smuggle, in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμπολῶ

(나는) ~에 접촉해 있는다

παρεμπολᾷς

(너는) ~에 접촉해 있는다

παρεμπολᾷ

(그는) ~에 접촉해 있는다

쌍수 παρεμπολᾶτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있는다

παρεμπολᾶτον

(그 둘은) ~에 접촉해 있는다

복수 παρεμπολῶμεν

(우리는) ~에 접촉해 있는다

παρεμπολᾶτε

(너희는) ~에 접촉해 있는다

παρεμπολῶσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있는다

접속법단수 παρεμπολῶ

(나는) ~에 접촉해 있자

παρεμπολῇς

(너는) ~에 접촉해 있자

παρεμπολῇ

(그는) ~에 접촉해 있자

쌍수 παρεμπολῆτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있자

παρεμπολῆτον

(그 둘은) ~에 접촉해 있자

복수 παρεμπολῶμεν

(우리는) ~에 접촉해 있자

παρεμπολῆτε

(너희는) ~에 접촉해 있자

παρεμπολῶσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있자

기원법단수 παρεμπολῷμι

(나는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

παρεμπολῷς

(너는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

παρεμπολῷ

(그는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

쌍수 παρεμπολῷτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

παρεμπολῴτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

복수 παρεμπολῷμεν

(우리는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

παρεμπολῷτε

(너희는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

παρεμπολῷεν

(그들은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

명령법단수 παρεμπόλᾱ

(너는) ~에 접촉해 있어라

παρεμπολᾱ́τω

(그는) ~에 접촉해 있어라

쌍수 παρεμπολᾶτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있어라

παρεμπολᾱ́των

(그 둘은) ~에 접촉해 있어라

복수 παρεμπολᾶτε

(너희는) ~에 접촉해 있어라

παρεμπολώντων, παρεμπολᾱ́τωσαν

(그들은) ~에 접촉해 있어라

부정사 παρεμπολᾶν

~에 접촉해 있는 것

분사 남성여성중성
παρεμπολων

παρεμπολωντος

παρεμπολωσα

παρεμπολωσης

παρεμπολων

παρεμπολωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμπολῶμαι

παρεμπολᾷ

παρεμπολᾶται

쌍수 παρεμπολᾶσθον

παρεμπολᾶσθον

복수 παρεμπολώμεθα

παρεμπολᾶσθε

παρεμπολῶνται

접속법단수 παρεμπολῶμαι

παρεμπολῇ

παρεμπολῆται

쌍수 παρεμπολῆσθον

παρεμπολῆσθον

복수 παρεμπολώμεθα

παρεμπολῆσθε

παρεμπολῶνται

기원법단수 παρεμπολῴμην

παρεμπολῷο

παρεμπολῷτο

쌍수 παρεμπολῷσθον

παρεμπολῴσθην

복수 παρεμπολῴμεθα

παρεμπολῷσθε

παρεμπολῷντο

명령법단수 παρεμπολῶ

παρεμπολᾱ́σθω

쌍수 παρεμπολᾶσθον

παρεμπολᾱ́σθων

복수 παρεμπολᾶσθε

παρεμπολᾱ́σθων, παρεμπολᾱ́σθωσαν

부정사 παρεμπολᾶσθαι

분사 남성여성중성
παρεμπολωμενος

παρεμπολωμενου

παρεμπολωμενη

παρεμπολωμενης

παρεμπολωμενον

παρεμπολωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήμπολων

(나는) ~에 접촉해 있고 있었다

παρήμπολᾱς

(너는) ~에 접촉해 있고 있었다

παρήμπολᾱν*

(그는) ~에 접촉해 있고 있었다

쌍수 παρημπο͂λᾱτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

παρημπόλᾱτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

복수 παρήμπολωμεν

(우리는) ~에 접촉해 있고 있었다

παρημπο͂λᾱτε

(너희는) ~에 접촉해 있고 있었다

παρήμπολων

(그들은) ~에 접촉해 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρημπόλωμην

παρημπο͂λω

παρημπο͂λᾱτο

쌍수 παρημπο͂λᾱσθον

παρημπόλᾱσθην

복수 παρημπόλωμεθα

παρημπο͂λᾱσθε

παρημπο͂λωντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION