헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διεμπολάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διεμπολάω διεμπολήσω

형태분석: δι (접두사) + ἐμπολά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 팔다, 판매하다, 배반하다, 배신하다, 드러내다
  1. to sell to different buyers, sell in lots, to sell, betray

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεμπολῶ

(나는) 판다

διεμπολᾷς

(너는) 판다

διεμπολᾷ

(그는) 판다

쌍수 διεμπολᾶτον

(너희 둘은) 판다

διεμπολᾶτον

(그 둘은) 판다

복수 διεμπολῶμεν

(우리는) 판다

διεμπολᾶτε

(너희는) 판다

διεμπολῶσιν*

(그들은) 판다

접속법단수 διεμπολῶ

(나는) 팔자

διεμπολῇς

(너는) 팔자

διεμπολῇ

(그는) 팔자

쌍수 διεμπολῆτον

(너희 둘은) 팔자

διεμπολῆτον

(그 둘은) 팔자

복수 διεμπολῶμεν

(우리는) 팔자

διεμπολῆτε

(너희는) 팔자

διεμπολῶσιν*

(그들은) 팔자

기원법단수 διεμπολῷμι

(나는) 팔기를 (바라다)

διεμπολῷς

(너는) 팔기를 (바라다)

διεμπολῷ

(그는) 팔기를 (바라다)

쌍수 διεμπολῷτον

(너희 둘은) 팔기를 (바라다)

διεμπολῴτην

(그 둘은) 팔기를 (바라다)

복수 διεμπολῷμεν

(우리는) 팔기를 (바라다)

διεμπολῷτε

(너희는) 팔기를 (바라다)

διεμπολῷεν

(그들은) 팔기를 (바라다)

명령법단수 διεμπόλᾱ

(너는) 팔아라

διεμπολᾱ́τω

(그는) 팔아라

쌍수 διεμπολᾶτον

(너희 둘은) 팔아라

διεμπολᾱ́των

(그 둘은) 팔아라

복수 διεμπολᾶτε

(너희는) 팔아라

διεμπολώντων, διεμπολᾱ́τωσαν

(그들은) 팔아라

부정사 διεμπολᾶν

파는 것

분사 남성여성중성
διεμπολων

διεμπολωντος

διεμπολωσα

διεμπολωσης

διεμπολων

διεμπολωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεμπολῶμαι

(나는) 팔려진다

διεμπολᾷ

(너는) 팔려진다

διεμπολᾶται

(그는) 팔려진다

쌍수 διεμπολᾶσθον

(너희 둘은) 팔려진다

διεμπολᾶσθον

(그 둘은) 팔려진다

복수 διεμπολώμεθα

(우리는) 팔려진다

διεμπολᾶσθε

(너희는) 팔려진다

διεμπολῶνται

(그들은) 팔려진다

접속법단수 διεμπολῶμαι

(나는) 팔려지자

διεμπολῇ

(너는) 팔려지자

διεμπολῆται

(그는) 팔려지자

쌍수 διεμπολῆσθον

(너희 둘은) 팔려지자

διεμπολῆσθον

(그 둘은) 팔려지자

복수 διεμπολώμεθα

(우리는) 팔려지자

διεμπολῆσθε

(너희는) 팔려지자

διεμπολῶνται

(그들은) 팔려지자

기원법단수 διεμπολῴμην

(나는) 팔려지기를 (바라다)

διεμπολῷο

(너는) 팔려지기를 (바라다)

διεμπολῷτο

(그는) 팔려지기를 (바라다)

쌍수 διεμπολῷσθον

(너희 둘은) 팔려지기를 (바라다)

διεμπολῴσθην

(그 둘은) 팔려지기를 (바라다)

복수 διεμπολῴμεθα

(우리는) 팔려지기를 (바라다)

διεμπολῷσθε

(너희는) 팔려지기를 (바라다)

διεμπολῷντο

(그들은) 팔려지기를 (바라다)

명령법단수 διεμπολῶ

(너는) 팔려져라

διεμπολᾱ́σθω

(그는) 팔려져라

쌍수 διεμπολᾶσθον

(너희 둘은) 팔려져라

διεμπολᾱ́σθων

(그 둘은) 팔려져라

복수 διεμπολᾶσθε

(너희는) 팔려져라

διεμπολᾱ́σθων, διεμπολᾱ́σθωσαν

(그들은) 팔려져라

부정사 διεμπολᾶσθαι

팔려지는 것

분사 남성여성중성
διεμπολωμενος

διεμπολωμενου

διεμπολωμενη

διεμπολωμενης

διεμπολωμενον

διεμπολωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διήμπολων

(나는) 팔고 있었다

διήμπολᾱς

(너는) 팔고 있었다

διήμπολᾱν*

(그는) 팔고 있었다

쌍수 διημπο͂λᾱτον

(너희 둘은) 팔고 있었다

διημπόλᾱτην

(그 둘은) 팔고 있었다

복수 διήμπολωμεν

(우리는) 팔고 있었다

διημπο͂λᾱτε

(너희는) 팔고 있었다

διήμπολων

(그들은) 팔고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διημπόλωμην

(나는) 팔려지고 있었다

διημπο͂λω

(너는) 팔려지고 있었다

διημπο͂λᾱτο

(그는) 팔려지고 있었다

쌍수 διημπο͂λᾱσθον

(너희 둘은) 팔려지고 있었다

διημπόλᾱσθην

(그 둘은) 팔려지고 있었다

복수 διημπόλωμεθα

(우리는) 팔려지고 있었다

διημπο͂λᾱσθε

(너희는) 팔려지고 있었다

διημπο͂λωντο

(그들은) 팔려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶδεσ ὦ εἶδεσ ὦ πᾶσα πόλι τὸν φρόνιμον ἄνδρα τὸν ὑπέρσοφον, οἷ’ ἔχει σπεισάμενοσ ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν, ὧν τὰ μὲν ἐν οἰκίᾳ χρήσιμα, τὰ δ’ αὖ πρέπει χλιαρὰ κατεσθίειν. (Aristophanes, Acharnians, Choral, strophe1)

    (아리스토파네스, Acharnians, Choral, strophe1)

  • τί με κατὰ σκότον ποτὲ διεμπολᾷ λόγοισι πρόσ σ’ ὁ ναυβάτησ; (Sophocles, Philoctetes, episode 1:18)

    (소포클레스, 필록테테스, episode 1:18)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION