- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμίγνυμι?

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: katamignymi 고전 발음: [까따미뉘미] 신약 발음: [까따미뉘미]

기본형: καταμίγνυμι καταμίξω

형태분석: κατα (접두사) + μίγνυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 다시 섞다, 다시 혼합하다
  1. to mix up, mingle the ingredients

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμίγνυμι

(나는) 다시 섞는다

καταμίγνυς

(너는) 다시 섞는다

καταμίγνυσι(ν)

(그는) 다시 섞는다

쌍수 καταμίγνυτον

(너희 둘은) 다시 섞는다

καταμίγνυτον

(그 둘은) 다시 섞는다

복수 καταμίγνυμεν

(우리는) 다시 섞는다

καταμίγνυτε

(너희는) 다시 섞는다

καταμιγνύασι(ν)

(그들은) 다시 섞는다

접속법단수 καταμιγνύω

(나는) 다시 섞자

καταμιγνύῃς

(너는) 다시 섞자

καταμιγνύῃ

(그는) 다시 섞자

쌍수 καταμιγνύητον

(너희 둘은) 다시 섞자

καταμιγνύητον

(그 둘은) 다시 섞자

복수 καταμιγνύωμεν

(우리는) 다시 섞자

καταμιγνύητε

(너희는) 다시 섞자

καταμιγνύωσι(ν)

(그들은) 다시 섞자

기원법단수 καταμιγνύοιμι

(나는) 다시 섞기를 (바라다)

καταμιγνύοις

(너는) 다시 섞기를 (바라다)

καταμιγνύοι

(그는) 다시 섞기를 (바라다)

쌍수 καταμιγνύοιτον

(너희 둘은) 다시 섞기를 (바라다)

καταμιγνυοίτην

(그 둘은) 다시 섞기를 (바라다)

복수 καταμιγνύοιμεν

(우리는) 다시 섞기를 (바라다)

καταμιγνύοιτε

(너희는) 다시 섞기를 (바라다)

καταμιγνύοιεν

(그들은) 다시 섞기를 (바라다)

명령법단수 καταμίγνυ

(너는) 다시 섞어라

καταμιγνύτω

(그는) 다시 섞어라

쌍수 καταμίγνυτον

(너희 둘은) 다시 섞어라

καταμιγνύτων

(그 둘은) 다시 섞어라

복수 καταμίγνυτε

(너희는) 다시 섞어라

καταμιγνύντων

(그들은) 다시 섞어라

부정사 καταμιγνύναι

다시 섞는 것

분사 남성여성중성
καταμιγνυς

καταμιγνυντος

καταμιγνυσα

καταμιγνυσης

καταμιγνυν

καταμιγνυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμίγνυμαι

(나는) 다시 섞어진다

καταμίγνυσαι

(너는) 다시 섞어진다

καταμίγνυται

(그는) 다시 섞어진다

쌍수 καταμίγνυσθον

(너희 둘은) 다시 섞어진다

καταμίγνυσθον

(그 둘은) 다시 섞어진다

복수 καταμιγνύμεθα

(우리는) 다시 섞어진다

καταμίγνυσθε

(너희는) 다시 섞어진다

καταμίγνυνται

(그들은) 다시 섞어진다

접속법단수 καταμιγνύωμαι

(나는) 다시 섞어지자

καταμιγνύῃ

(너는) 다시 섞어지자

καταμιγνύηται

(그는) 다시 섞어지자

쌍수 καταμιγνύησθον

(너희 둘은) 다시 섞어지자

καταμιγνύησθον

(그 둘은) 다시 섞어지자

복수 καταμιγνυώμεθα

(우리는) 다시 섞어지자

καταμιγνύησθε

(너희는) 다시 섞어지자

καταμιγνύωνται

(그들은) 다시 섞어지자

기원법단수 καταμιγνυοίμην

(나는) 다시 섞어지기를 (바라다)

καταμιγνύοιο

(너는) 다시 섞어지기를 (바라다)

καταμιγνύοιτο

(그는) 다시 섞어지기를 (바라다)

쌍수 καταμιγνύοισθον

(너희 둘은) 다시 섞어지기를 (바라다)

καταμιγνυοίσθην

(그 둘은) 다시 섞어지기를 (바라다)

복수 καταμιγνυοίμεθα

(우리는) 다시 섞어지기를 (바라다)

καταμιγνύοισθε

(너희는) 다시 섞어지기를 (바라다)

καταμιγνύοιντο

(그들은) 다시 섞어지기를 (바라다)

명령법단수 καταμίγνυσο

(너는) 다시 섞어져라

καταμιγνύσθω

(그는) 다시 섞어져라

쌍수 καταμίγνυσθον

(너희 둘은) 다시 섞어져라

καταμιγνύσθων

(그 둘은) 다시 섞어져라

복수 καταμίγνυσθε

(너희는) 다시 섞어져라

καταμιγνύσθων

(그들은) 다시 섞어져라

부정사 καταμίγνυσθαι

다시 섞어지는 것

분사 남성여성중성
καταμιγνυμενος

καταμιγνυμενου

καταμιγνυμενη

καταμιγνυμενης

καταμιγνυμενον

καταμιγνυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμίξω

(나는) 다시 섞겠다

καταμίξεις

(너는) 다시 섞겠다

καταμίξει

(그는) 다시 섞겠다

쌍수 καταμίξετον

(너희 둘은) 다시 섞겠다

καταμίξετον

(그 둘은) 다시 섞겠다

복수 καταμίξομεν

(우리는) 다시 섞겠다

καταμίξετε

(너희는) 다시 섞겠다

καταμίξουσι(ν)

(그들은) 다시 섞겠다

기원법단수 καταμίξοιμι

(나는) 다시 섞겠기를 (바라다)

καταμίξοις

(너는) 다시 섞겠기를 (바라다)

καταμίξοι

(그는) 다시 섞겠기를 (바라다)

쌍수 καταμίξοιτον

(너희 둘은) 다시 섞겠기를 (바라다)

καταμιξοίτην

(그 둘은) 다시 섞겠기를 (바라다)

복수 καταμίξοιμεν

(우리는) 다시 섞겠기를 (바라다)

καταμίξοιτε

(너희는) 다시 섞겠기를 (바라다)

καταμίξοιεν

(그들은) 다시 섞겠기를 (바라다)

부정사 καταμίξειν

다시 섞을 것

분사 남성여성중성
καταμιξων

καταμιξοντος

καταμιξουσα

καταμιξουσης

καταμιξον

καταμιξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμίξομαι

(나는) 다시 섞어지겠다

καταμίξει, καταμίξῃ

(너는) 다시 섞어지겠다

καταμίξεται

(그는) 다시 섞어지겠다

쌍수 καταμίξεσθον

(너희 둘은) 다시 섞어지겠다

καταμίξεσθον

(그 둘은) 다시 섞어지겠다

복수 καταμιξόμεθα

(우리는) 다시 섞어지겠다

καταμίξεσθε

(너희는) 다시 섞어지겠다

καταμίξονται

(그들은) 다시 섞어지겠다

기원법단수 καταμιξοίμην

(나는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμίξοιο

(너는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμίξοιτο

(그는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

쌍수 καταμίξοισθον

(너희 둘은) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμιξοίσθην

(그 둘은) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

복수 καταμιξοίμεθα

(우리는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμίξοισθε

(너희는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμίξοιντο

(그들은) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

부정사 καταμίξεσθαι

다시 섞어질 것

분사 남성여성중성
καταμιξομενος

καταμιξομενου

καταμιξομενη

καταμιξομενης

καταμιξομενον

καταμιξομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμιχθήσομαι

(나는) 다시 섞어지겠다

καταμιχθήσῃ

(너는) 다시 섞어지겠다

καταμιχθήσεται

(그는) 다시 섞어지겠다

쌍수 καταμιχθήσεσθον

(너희 둘은) 다시 섞어지겠다

καταμιχθήσεσθον

(그 둘은) 다시 섞어지겠다

복수 καταμιχθησόμεθα

(우리는) 다시 섞어지겠다

καταμιχθήσεσθε

(너희는) 다시 섞어지겠다

καταμιχθήσονται

(그들은) 다시 섞어지겠다

기원법단수 καταμιχθησοίμην

(나는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμιχθήσοιο

(너는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμιχθήσοιτο

(그는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

쌍수 καταμιχθήσοισθον

(너희 둘은) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμιχθησοίσθην

(그 둘은) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

복수 καταμιχθησοίμεθα

(우리는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμιχθήσοισθε

(너희는) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

καταμιχθήσοιντο

(그들은) 다시 섞어지겠기를 (바라다)

부정사 καταμιχθήσεσθαι

다시 섞어질 것

분사 남성여성중성
καταμιχθησομενος

καταμιχθησομενου

καταμιχθησομενη

καταμιχθησομενης

καταμιχθησομενον

καταμιχθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμίγνυν

(나는) 다시 섞고 있었다

κατεμίγνυς

(너는) 다시 섞고 있었다

κατεμίγνυ(ν)

(그는) 다시 섞고 있었다

쌍수 κατεμίγνυτον

(너희 둘은) 다시 섞고 있었다

κατεμιγνύτην

(그 둘은) 다시 섞고 있었다

복수 κατεμίγνυμεν

(우리는) 다시 섞고 있었다

κατεμίγνυτε

(너희는) 다시 섞고 있었다

κατεμίγνυσαν

(그들은) 다시 섞고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμιγνύμην

(나는) 다시 섞어지고 있었다

κατεμιγνύου, κατεμίγνυσο

(너는) 다시 섞어지고 있었다

κατεμίγνυτο

(그는) 다시 섞어지고 있었다

쌍수 κατεμίγνυσθον

(너희 둘은) 다시 섞어지고 있었다

κατεμιγνύσθην

(그 둘은) 다시 섞어지고 있었다

복수 κατεμιγνύμεθα

(우리는) 다시 섞어지고 있었다

κατεμίγνυσθε

(너희는) 다시 섞어지고 있었다

κατεμίγνυντο

(그들은) 다시 섞어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέμιξα

(나는) 다시 섞었다

κατέμιξας

(너는) 다시 섞었다

κατέμιξε(ν)

(그는) 다시 섞었다

쌍수 κατεμίξατον

(너희 둘은) 다시 섞었다

κατεμιξάτην

(그 둘은) 다시 섞었다

복수 κατεμίξαμεν

(우리는) 다시 섞었다

κατεμίξατε

(너희는) 다시 섞었다

κατέμιξαν

(그들은) 다시 섞었다

접속법단수 καταμίξω

(나는) 다시 섞었자

καταμίξῃς

(너는) 다시 섞었자

καταμίξῃ

(그는) 다시 섞었자

쌍수 καταμίξητον

(너희 둘은) 다시 섞었자

καταμίξητον

(그 둘은) 다시 섞었자

복수 καταμίξωμεν

(우리는) 다시 섞었자

καταμίξητε

(너희는) 다시 섞었자

καταμίξωσι(ν)

(그들은) 다시 섞었자

기원법단수 καταμίξαιμι

(나는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμίξαις

(너는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμίξαι

(그는) 다시 섞었기를 (바라다)

쌍수 καταμίξαιτον

(너희 둘은) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμιξαίτην

(그 둘은) 다시 섞었기를 (바라다)

복수 καταμίξαιμεν

(우리는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμίξαιτε

(너희는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμίξαιεν

(그들은) 다시 섞었기를 (바라다)

명령법단수 καταμίξον

(너는) 다시 섞었어라

καταμιξάτω

(그는) 다시 섞었어라

쌍수 καταμίξατον

(너희 둘은) 다시 섞었어라

καταμιξάτων

(그 둘은) 다시 섞었어라

복수 καταμίξατε

(너희는) 다시 섞었어라

καταμιξάντων

(그들은) 다시 섞었어라

부정사 καταμίξαι

다시 섞었는 것

분사 남성여성중성
καταμιξας

καταμιξαντος

καταμιξασα

καταμιξασης

καταμιξαν

καταμιξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμιξάμην

(나는) 다시 섞어졌다

κατεμίξω

(너는) 다시 섞어졌다

κατεμίξατο

(그는) 다시 섞어졌다

쌍수 κατεμίξασθον

(너희 둘은) 다시 섞어졌다

κατεμιξάσθην

(그 둘은) 다시 섞어졌다

복수 κατεμιξάμεθα

(우리는) 다시 섞어졌다

κατεμίξασθε

(너희는) 다시 섞어졌다

κατεμίξαντο

(그들은) 다시 섞어졌다

접속법단수 καταμίξωμαι

(나는) 다시 섞어졌자

καταμίξῃ

(너는) 다시 섞어졌자

καταμίξηται

(그는) 다시 섞어졌자

쌍수 καταμίξησθον

(너희 둘은) 다시 섞어졌자

καταμίξησθον

(그 둘은) 다시 섞어졌자

복수 καταμιξώμεθα

(우리는) 다시 섞어졌자

καταμίξησθε

(너희는) 다시 섞어졌자

καταμίξωνται

(그들은) 다시 섞어졌자

기원법단수 καταμιξαίμην

(나는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμίξαιο

(너는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμίξαιτο

(그는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

쌍수 καταμίξαισθον

(너희 둘은) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμιξαίσθην

(그 둘은) 다시 섞어졌기를 (바라다)

복수 καταμιξαίμεθα

(우리는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμίξαισθε

(너희는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμίξαιντο

(그들은) 다시 섞어졌기를 (바라다)

명령법단수 καταμίξαι

(너는) 다시 섞어졌어라

καταμιξάσθω

(그는) 다시 섞어졌어라

쌍수 καταμίξασθον

(너희 둘은) 다시 섞어졌어라

καταμιξάσθων

(그 둘은) 다시 섞어졌어라

복수 καταμίξασθε

(너희는) 다시 섞어졌어라

καταμιξάσθων

(그들은) 다시 섞어졌어라

부정사 καταμίξεσθαι

다시 섞어졌는 것

분사 남성여성중성
καταμιξαμενος

καταμιξαμενου

καταμιξαμενη

καταμιξαμενης

καταμιξαμενον

καταμιξαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμίχθην

(나는) 다시 섞어졌다

κατεμίχθης

(너는) 다시 섞어졌다

κατεμίχθη

(그는) 다시 섞어졌다

쌍수 κατεμίχθητον

(너희 둘은) 다시 섞어졌다

κατεμιχθήτην

(그 둘은) 다시 섞어졌다

복수 κατεμίχθημεν

(우리는) 다시 섞어졌다

κατεμίχθητε

(너희는) 다시 섞어졌다

κατεμίχθησαν

(그들은) 다시 섞어졌다

접속법단수 καταμίχθω

(나는) 다시 섞어졌자

καταμίχθῃς

(너는) 다시 섞어졌자

καταμίχθῃ

(그는) 다시 섞어졌자

쌍수 καταμίχθητον

(너희 둘은) 다시 섞어졌자

καταμίχθητον

(그 둘은) 다시 섞어졌자

복수 καταμίχθωμεν

(우리는) 다시 섞어졌자

καταμίχθητε

(너희는) 다시 섞어졌자

καταμίχθωσι(ν)

(그들은) 다시 섞어졌자

기원법단수 καταμιχθείην

(나는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμιχθείης

(너는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμιχθείη

(그는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

쌍수 καταμιχθείητον

(너희 둘은) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμιχθειήτην

(그 둘은) 다시 섞어졌기를 (바라다)

복수 καταμιχθείημεν

(우리는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμιχθείητε

(너희는) 다시 섞어졌기를 (바라다)

καταμιχθείησαν

(그들은) 다시 섞어졌기를 (바라다)

명령법단수 καταμίχθητι

(너는) 다시 섞어졌어라

καταμιχθήτω

(그는) 다시 섞어졌어라

쌍수 καταμίχθητον

(너희 둘은) 다시 섞어졌어라

καταμιχθήτων

(그 둘은) 다시 섞어졌어라

복수 καταμίχθητε

(너희는) 다시 섞어졌어라

καταμιχθέντων

(그들은) 다시 섞어졌어라

부정사 καταμιχθῆναι

다시 섞어졌는 것

분사 남성여성중성
καταμιχθεις

καταμιχθεντος

καταμιχθεισα

καταμιχθεισης

καταμιχθεν

καταμιχθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμέμιχα

(나는) 다시 섞었다

καταμέμιχας

(너는) 다시 섞었다

καταμέμιχε(ν)

(그는) 다시 섞었다

쌍수 καταμεμίχατον

(너희 둘은) 다시 섞었다

καταμεμίχατον

(그 둘은) 다시 섞었다

복수 καταμεμίχαμεν

(우리는) 다시 섞었다

καταμεμίχατε

(너희는) 다시 섞었다

καταμεμίχασι(ν)

(그들은) 다시 섞었다

접속법단수 καταμεμίχω

(나는) 다시 섞었자

καταμεμίχῃς

(너는) 다시 섞었자

καταμεμίχῃ

(그는) 다시 섞었자

쌍수 καταμεμίχητον

(너희 둘은) 다시 섞었자

καταμεμίχητον

(그 둘은) 다시 섞었자

복수 καταμεμίχωμεν

(우리는) 다시 섞었자

καταμεμίχητε

(너희는) 다시 섞었자

καταμεμίχωσι(ν)

(그들은) 다시 섞었자

기원법단수 καταμεμίχοιμι

(나는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμεμίχοις

(너는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμεμίχοι

(그는) 다시 섞었기를 (바라다)

쌍수 καταμεμίχοιτον

(너희 둘은) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμεμιχοίτην

(그 둘은) 다시 섞었기를 (바라다)

복수 καταμεμίχοιμεν

(우리는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμεμίχοιτε

(너희는) 다시 섞었기를 (바라다)

καταμεμίχοιεν

(그들은) 다시 섞었기를 (바라다)

명령법단수 καταμέμιχε

(너는) 다시 섞었어라

καταμεμιχέτω

(그는) 다시 섞었어라

쌍수 καταμεμίχετον

(너희 둘은) 다시 섞었어라

καταμεμιχέτων

(그 둘은) 다시 섞었어라

복수 καταμεμίχετε

(너희는) 다시 섞었어라

καταμεμιχόντων

(그들은) 다시 섞었어라

부정사 καταμεμιχέναι

다시 섞었는 것

분사 남성여성중성
καταμεμιχως

καταμεμιχοντος

καταμεμιχυια

καταμεμιχυιας

καταμεμιχον

καταμεμιχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμέμιγμαι

(나는) 다시 섞어졌다

καταμέμιξαι

(너는) 다시 섞어졌다

καταμέμικται

(그는) 다시 섞어졌다

쌍수 καταμέμιχθον

(너희 둘은) 다시 섞어졌다

καταμέμιχθον

(그 둘은) 다시 섞어졌다

복수 καταμεμίγμεθα

(우리는) 다시 섞어졌다

καταμέμιχθε

(너희는) 다시 섞어졌다

καταμεμίχαται

(그들은) 다시 섞어졌다

명령법단수 καταμέμιξο

(너는) 다시 섞어졌어라

καταμεμίχθω

(그는) 다시 섞어졌어라

쌍수 καταμέμιχθον

(너희 둘은) 다시 섞어졌어라

καταμεμίχθων

(그 둘은) 다시 섞어졌어라

복수 καταμέμιχθε

(너희는) 다시 섞어졌어라

καταμεμίχθων

(그들은) 다시 섞어졌어라

부정사 καταμέμιχθαι

다시 섞어졌는 것

분사 남성여성중성
καταμεμιγμενος

καταμεμιγμενου

καταμεμιγμενη

καταμεμιγμενης

καταμεμιγμενον

καταμεμιγμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 다시 섞다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION