헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταγωνίζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταγωνίζομαι καταγωνιοῦμαι

형태분석: κατ (접두사) + ἀγωνίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 넘다, 정복하다, 압도하다, 제압하다
  1. to struggle against, prevail against, conquer

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγωνίζομαι

(나는) 넘는다

καταγωνίζει, καταγωνίζῃ

(너는) 넘는다

καταγωνίζεται

(그는) 넘는다

쌍수 καταγωνίζεσθον

(너희 둘은) 넘는다

καταγωνίζεσθον

(그 둘은) 넘는다

복수 καταγωνιζόμεθα

(우리는) 넘는다

καταγωνίζεσθε

(너희는) 넘는다

καταγωνίζονται

(그들은) 넘는다

접속법단수 καταγωνίζωμαι

(나는) 넘자

καταγωνίζῃ

(너는) 넘자

καταγωνίζηται

(그는) 넘자

쌍수 καταγωνίζησθον

(너희 둘은) 넘자

καταγωνίζησθον

(그 둘은) 넘자

복수 καταγωνιζώμεθα

(우리는) 넘자

καταγωνίζησθε

(너희는) 넘자

καταγωνίζωνται

(그들은) 넘자

기원법단수 καταγωνιζοίμην

(나는) 넘기를 (바라다)

καταγωνίζοιο

(너는) 넘기를 (바라다)

καταγωνίζοιτο

(그는) 넘기를 (바라다)

쌍수 καταγωνίζοισθον

(너희 둘은) 넘기를 (바라다)

καταγωνιζοίσθην

(그 둘은) 넘기를 (바라다)

복수 καταγωνιζοίμεθα

(우리는) 넘기를 (바라다)

καταγωνίζοισθε

(너희는) 넘기를 (바라다)

καταγωνίζοιντο

(그들은) 넘기를 (바라다)

명령법단수 καταγωνίζου

(너는) 넘어라

καταγωνιζέσθω

(그는) 넘어라

쌍수 καταγωνίζεσθον

(너희 둘은) 넘어라

καταγωνιζέσθων

(그 둘은) 넘어라

복수 καταγωνίζεσθε

(너희는) 넘어라

καταγωνιζέσθων, καταγωνιζέσθωσαν

(그들은) 넘어라

부정사 καταγωνίζεσθαι

넘는 것

분사 남성여성중성
καταγωνιζομενος

καταγωνιζομενου

καταγωνιζομενη

καταγωνιζομενης

καταγωνιζομενον

καταγωνιζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγωνίουμαι

(나는) 넘겠다

καταγωνίει, καταγωνίῃ

(너는) 넘겠다

καταγωνίειται

(그는) 넘겠다

쌍수 καταγωνίεισθον

(너희 둘은) 넘겠다

καταγωνίεισθον

(그 둘은) 넘겠다

복수 καταγωνιοῦμεθα

(우리는) 넘겠다

καταγωνίεισθε

(너희는) 넘겠다

καταγωνίουνται

(그들은) 넘겠다

기원법단수 καταγωνιοίμην

(나는) 넘겠기를 (바라다)

καταγωνίοιο

(너는) 넘겠기를 (바라다)

καταγωνίοιτο

(그는) 넘겠기를 (바라다)

쌍수 καταγωνίοισθον

(너희 둘은) 넘겠기를 (바라다)

καταγωνιοίσθην

(그 둘은) 넘겠기를 (바라다)

복수 καταγωνιοίμεθα

(우리는) 넘겠기를 (바라다)

καταγωνίοισθε

(너희는) 넘겠기를 (바라다)

καταγωνίοιντο

(그들은) 넘겠기를 (바라다)

부정사 καταγωνίεισθαι

넘을 것

분사 남성여성중성
καταγωνιουμενος

καταγωνιουμενου

καταγωνιουμενη

καταγωνιουμενης

καταγωνιουμενον

καταγωνιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηγώνιζομην

(나는) 넘고 있었다

κατηγῶνιζου

(너는) 넘고 있었다

κατηγῶνιζετο

(그는) 넘고 있었다

쌍수 κατηγῶνιζεσθον

(너희 둘은) 넘고 있었다

κατηγώνιζεσθην

(그 둘은) 넘고 있었다

복수 κατηγώνιζομεθα

(우리는) 넘고 있었다

κατηγῶνιζεσθε

(너희는) 넘고 있었다

κατηγῶνιζοντο

(그들은) 넘고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ ἐκεῖνὰ σε μάλιστα εἰσ τὴν πίστιν ἐπεσπάσαντο, ἀκούοντα ὡσ Διομήδησ μὲν ἔτρωσε τὴν Ἀφροδίτην, εἶτα τὸν Ἄρη αὐτὸν Ἀθηνᾶσ παρακελεύσει, μετὰ μικρὸν δὲ αὐτοὶ συμπεσόντεσ οἱ θεοὶ ἐμονομάχουν ἀναμὶξ ἄρρενεσ καὶ θήλειαι, καὶ Ἀθηνᾶ μὲν Ἄρη καταγωνίζεται ἅτε καὶ προπεπονηκότα, οἶμαι, ἐκ τοῦ τραύματοσ ὃ παρὰ τοῦ Διομήδουσ εἰλήφει, Λητοῖ δ’ ἀντέστη σῶκοσ ἐριούνιοσ Ἑρμῆσ; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 40:7)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 40:7)

  • καθάπερ γὰρ οἱ σεσωμασκηκότεσ ἀθληταὶ τῷ χρόνῳ καταβαροῦσι καὶ καταγωνίζονται τοὺσ εὐρύθμουσ καὶ τεχνίτασ, οὕτωσ καὶ ὁ Ἀντίγονοσ ἐκ πολλῆσ ἀναφέρων δυνάμεωσ πρὸσ τὸν πόλεμον ἐξεπόνει καὶ κατήθλει τὸν Κλεομένη γλίσχρωσ καὶ μόλισ πορίζοντα τοῖσ ξένοισ μισθὸν καὶ τροφὴν τοῖσ πολίταισ. (Plutarch, Cleomenes, chapter 27 2:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 27 2:1)

  • " εἶθ’ ὅταν σε ἡ φαντασία δάκνῃ τοῦτο γὰρ οὐκ ἐπὶ σοί, ἀναμάχου τῷ λόγῳ, καταγωνίζου αὐτήν, μὴ ἐάσῃσ ἐνισχύειν μηδὲ προάγειν ἐπὶ τὰ ἑξῆσ ἀναπλάσσουσαν ὅσα θέλει καὶ ὡσ θέλει. (Epictetus, Works, book 3, 108:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 108:1)

  • καὶ ποτὲ μὲν παραχρῆμα δείκνυσι τὴν αὑτῆσ δύναμιν, ποτὲ δὲ καὶ πολὺν χρόνον ἐπισκοτισθεῖσα, τέλοσ αὐτὴ δι’ ἑαυτῆσ ἐπικρατεῖ καὶ καταγωνίζεται τὸ ψεῦδοσ, ὡσ συνέβη γενέσθαι περὶ τὸν Ἡρακλείδην τὸν παρὰ τοῦ Φιλίππου τοῦ βασιλέωσ εἰσ Ῥόδον ἀφικόμενον. (Polybius, Histories, book 13, chapter 5 6:1)

    (폴리비오스, Histories, book 13, chapter 5 6:1)

유의어

  1. 넘다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION